...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Χορευτική Χρονιά

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025

Η Σημασία της Παράδοσης, του Χορού και της Μουσικής: Το Ζωντανό Νήμα της Πολιτιστικής μας Ταυτότητας

Η Σημασία της Παράδοσης, του Χορού και της Μουσικής: Το Ζωντανό Νήμα της Πολιτιστικής μας Ταυτότητας

 

 

Η παράδοση, ο χορός και η μουσική αποτελούν αναπόσπαστα κομμάτια της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, που μας συνδέουν με το παρελθόν και την ιστορία μας. Είναι τα ζωντανά νήματα που μεταφέρουν τις αξίες, τα ήθη, και τις κοινωνικές δομές των προγόνων μας, δίνοντάς μας την ευκαιρία να κατανοήσουμε καλύτερα ποιοι είμαστε και από πού προερχόμαστε.

 

Η παράδοση, ως σύνολο των αξιών και των πρακτικών που διαμορφώνουν μια κοινωνία, λειτουργεί ως το θεμέλιο για την ύπαρξη και τη διατήρηση της πολιτιστικής ταυτότητας ενός λαού. Κάθε κοινωνία έχει τη δική της παράδοση, η οποία αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά της και διαμορφώνει τις συνήθειες, τα έθιμα και τη νοοτροπία των ανθρώπων της. Στην Ελλάδα, αυτή η παράδοση εκφράζεται με μοναδικό τρόπο μέσα από τον χορό και τη μουσική.

 

Οι παραδοσιακοί χοροί, με τις ιδιαίτερες κινήσεις και ρυθμούς τους, αποτελούν ζωντανά αποσπάσματα της κοινωνικής ζωής στο πέρασμα των αιώνων. Από τους σφιχτούς κύκλους των βουνών μέχρι τους ρυθμούς των νησιών, κάθε χορός έχει μια ιστορία, μια αφήγηση που συνδέεται με τον τόπο, τις εργασίες, τις γιορτές και τις θρησκευτικές τελετές των κοινοτήτων. Ο χορός ήταν πάντα ένας τρόπος κοινωνικοποίησης και αλληλεπίδρασης. Οι άνθρωποι χόρευαν για να γιορτάσουν, να ενισχύσουν τους δεσμούς τους, να περάσουν από τη μία φάση της ζωής στην άλλη ή ακόμα και να εκφράσουν τα συναισθήματά τους.

 

Η μουσική, από την άλλη πλευρά, είναι το αναπόσπαστο συνοδευτικό στοιχείο του χορού και μαζί δημιουργούν έναν αλληλοτροφοδοτούμενο κύκλο. Η μουσική εκφράζει τις ίδιες αξίες και συναισθήματα που εκφράζονται μέσω του χορού, προσφέροντας τη δυνατότητα έκφρασης και αποτύπωσης των συναισθημάτων της κοινότητας. Τα παραδοσιακά όργανα, όπως η λύρα, το λαούτο, το βιολί και το κλαρίνο, φέρνουν τη μουσική κοντά στην καρδιά των ανθρώπων, μεταφέροντας την ενέργεια του παρελθόντος στο παρόν.

 

Η σχέση του χορού και της μουσικής με την παράδοση δεν είναι απλώς ιστορική, αλλά και βαθιά ψυχολογική και κοινωνική. Μέσα από τον χορό και τη μουσική, οι κοινότητες εκπαιδεύουν τις νέες γενιές, τους δείχνουν τον τρόπο που πρέπει να ζουν, να σέβονται τη φύση, τον άνθρωπο και το κοινωνικό σύνολο. Τα έθιμα και οι τελετές που σχετίζονται με αυτούς τους χορούς και τη μουσική ενδυναμώνουν την αίσθηση της κοινότητας και της συνοχής.

 

Στη σύγχρονη εποχή, όπου οι παραδοσιακές αξίες συχνά παραμερίζονται μπροστά στην ταχύτητα της εξέλιξης, η διατήρηση και η αναβίωση αυτών των παραδόσεων αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία. Η παραδοσιακή μουσική και ο χορός δεν είναι απλώς για να τα απολαμβάνουμε στις γιορτές ή στις τουριστικές εκδηλώσεις. Είναι εργαλεία που μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε και να ενισχύσουμε την πολιτιστική μας ταυτότητα, να διατηρήσουμε τη σύνδεση με τις ρίζες μας και να ενισχύσουμε τις κοινωνικές μας σχέσεις.

 

Η παράδοση, ο χορός και η μουσική, λοιπόν, είναι αλληλένδετα και λειτουργούν ως το βασικό εργαλείο για τη διατήρηση και αναβίωση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Μέσω αυτών, δεν μόνο διαφυλάττουμε το παρελθόν, αλλά δημιουργούμε και το μέλλον της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

 

«Ο χορός και η μουσική δεν είναι απλώς παραδόσεις, είναι η γλώσσα που μιλάει η καρδιά μας, συνδέοντας το παρελθόν με το μέλλον.»

 

Γιώργος Φραγκάκης
Λαογράφος – Χοροδιδάσκαλος

PhD Λαογραφίας

 

Πηγή: yourearticles.com

 

Ντοματοκεφτέδες Σαντορίνης

Ντοματοκεφτέδες Σαντορίνης







Ξέρετε ότι : Το ντοματάκι της Σαντορίνης είναι ένα ξεχωριστό αγροτικό προιόν με ιδιαίτερη ιστορία. Λόγω του άνυδρου εδάφους το ντοματάκι, που πολλές φορές δεν ξεπερνάει το μέγεθος κερασιού, έχει μοναδική νοστιμιά. Είναι ένα από τα χαρακτηριστικά προϊόντα του νησιού και υπάρχει ένα εργοστάσιο πελτέ του συνεταιρισμού της Σαντορίνης που δίνει ελπίδες για το μέλλον.

Με το ντοματάκι, εκτός από τον πελτέ, γίνονται και πεντανόστιμες φρέσκιες σαλάτες αλλά και οι περίφημοι ντοματοκεφτέδες. Μία τέτοια συνταγή θα βρείτε παρακάτω, που γίνεται πολύ εύκολα ενώ τα ντοματάκια δεν χρειάζονται ούτε ξεφλούδισμα, ούτε ξεσπόριασμα.



ΥΛΙΚΑ



1 κιλό χοντροκομμένα ντοματάκια (Σαντορινιά)

2-3 χοντροκομμένα κρεμμύδια1

φρέσκο δυόσμο

1 ποτήρι μπύρα

5-6 κουταλιές αλεύρι

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Ανακατεύουμε τα υλικά σε ένα μπολ μέχρι το μείγμα να γίνει μαλακό. Σε ένα τηγάνι, ρίχνουμε μπόλικο ελαιόλαδο και βάζουμε κουταλιά κουταλιά το μείγμα. Γυρίζουμε σταδιακά τους ντοματοκεφτέδες μέχρι να ροδίσουν και από τις δύο πλευρές προσέχοντας να μην μας κολλήσουν.



Μόλις ροδίσουν και είναι έτοιμοι, τους βγάζουμε από το τηγάνι και τους τοποθετούμε σε σκεύος στο οποίο έχουμε στρώσει απορροφητικό χαρτί. Τους σερβίρουμε ζεστούς.

 

Πηγή  : tropoikaitopoi.gr

Ο θρυλικός ρεμπέτης Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας

Ο θρυλικός ρεμπέτης Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας 

Του Νίκου Δεμισιώτη

 



 

Το ρεμπέτικο τραγούδι, πριν φτάσει στα «σαλόνια» και κάποια στιγμή γίνει και μόδα, γεννήθηκε μέσα στις λάσπες. Μέσα σε σκοτεινούς τεκέδες που το ταβάνι τους είχε καλυφθεί από καπνούς.

 

Όταν η μουσική σταματούσε, ακουγόταν μόνο ο ήχος από τα κομπολόγια. Οι μάγκες, μετρούσαν με αυτά τους καημούς τους.

 

Όποιος σηκωνόταν να χορέψει, άφηνε την ψυχή του πάνω στην πίστα. Έχοντας το καπέλο του στραβά και το σακάκι ριχτό πάνω στον ένα ώμο. Μυσταγωγία ολόκληρη.

 

Δεν μπορούσες να ήσουν ρεμπέτης αν δεν το έλεγε η καρδούλα σου. Μπροστά στα μάτια σου, άλλωστε, τα μαχαίρια έβγαιναν «για πλάκα» και για το τίποτα.

 

Το ρεμπέτικο δεν είναι ένα απλό είδος μουσικής. Είναι η μια ολόκληρη ιστορία η οποία σε πολλά της σημεία τέμνεται από την ιστορία της χώρας. Άνθρωποι όπως ο Μπαγιαντέρας, που πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 1985, είναι αυτοί που έχτισαν τον θρύλο αυτής της μουσικής.

 

Ο «Ραψωδός της αντίστασης»

 

Ο Δημήτρης Γκόγκος γεννήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 1903, στο Χατζηκυριάκειο. Μια από τις πιο «ζόρικες» γειτονιές του Πειραιά. Ο πατέρας του ήταν από τον Πόρο και η μητέρα του από την Ύδρα. Ο υπαξιωματικός του βασιλικού ναυτικού, Γιάννης Γκόγκος έκανε μαζί με τη σύζυγό του 22 παιδιά! Το «στερνοπούλι» του, ήταν ο Δημήτρης.

 

Πήγε στο σχολείο, το τελείωσε και μετά σπούδασε ηλεκτρολόγος. Αλλά δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά. Εκείνος αγαπούσε τη μουσική. Τη λάτρευε. Πριν καν κλείσει τα 17 του χρόνια, ήξερε να παίζει μαντολίνο και κιθάρα. Είναι η εποχή που άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και αργότερα θα μάθει και μπαγλαμά. Το μπουζούκι ήταν ο μεγάλος του έρωτας.

 

«Γνωρίστηκαν» όταν ο Δημήτρης Γκόγκος ήταν στη φυλακή επειδή όντας φαντάρος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 6 ετών επειδή προμήθευε με εκρηκτικά φίλους του ψαράδες! Όταν βγήκε από τη φυλακή, άρχισε να χτίζει το όνομά του. Το 1925 διασκεύασε την ιταλική οπερέτα «Μπαγιαντέρα», του Έριχ Κάλμαν, για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο. Έτσι απέκτησε και το παρατσούκλι του.

 

Τη δεκαετία του 1930 είναι πλέον ένα αναγνωρίσιμο όνομα στα ρεμπέτικα στέκια του Πειραιά. Σε όποιο στέκι και να έπαιζε οι πειραιώτες έκαναν ουρές για να τον ακούσουν. Είναι η περίοδος που συναντά, γνωρίζει και συνεργάζεται με ιερά τέρατα του ρεμπέτικου όπως ο Βαμβακάρης, ο Παγιουμτζής και ο Μπάτης.

 

Το 1937 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο στην Columbia με τίτλο «οι Καπνεργάτριες», με το τραγούδι «η καπνουλού» αφιερωμένο στη σύντροφο της ζωής του, καπνεργάτρια και στιχουργό Δέσποινα Αραμπατζόγλου.

 

Πάνω στο απόγειο της καριέρας του ο Δημήτρης Γκόγκος βρίσκεται να «παλεύει» με τον Μπαγιαντέρα. Από τη μια ένας ευαίσθητα κοινωνικά άνθρωπος, έντονα πολιτικοποιημένος. Από την άλλη άνθρωπος της νύχτας. Με κακές παρέες.

 

Ο Μπαγιαντέρας εθίζεται σε σκληρές ουσίες αλλά γρήγορα αντιλαμβάνεται πως αυτά τα οποία πιστεύει και πρεσβεύει έρχονται σε αντίθεση με την τοξικομανία. Μόνος του αποφασίζει να κλειστεί σε ένα δωμάτιο και ν’ αποτοξινωθεί.

 

Χρόνια αργότερα, ο Τάσος Σχορέλης στη «Ρεμπέτικη ανθολογία» του θα γράψει γλαφυρά πως «τα έκοψε όλα μαχαίρι. Μέχρι το τέλος της ζωής του δεν κάπνισε ούτε ένα τσιγάρο, δεν ήπιε ούτε πορτοκαλάδα με ανθρακικό»!

 

Όταν «καθάρισε» από τα ναρκωτικά έγινε μέλος του ΚΚΕ. Στο ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, βρέθηκε στα βουνά της Πίνδου. Πολεμάει και γράφει τραγούδια που υμνούν τον ηρωισμό των Ελλήνων φαντάρων, την ελευθερία και την αντίσταση.

 

«Έχω τ’ αγρίμια συντροφιά, έχω και τα ζαρκάδια, με τα τσακάλια τριγυρνώ μέρες, αυγές και βράδια. Τον ουρανό για σκέπασμα, τη γη έχω για στρώμα και το ΕΑΜ μεσ’ στην καρδιά, γι’ αυτό θα μπω στο χώμα», τραγουδά στο «σου στέλνω χαιρετίσματα».

 

Ο μελετητής του λαϊκού μας τραγουδιού Νέαρχος Γεωργιάδης αναφέρει ότι ο Μπαγιαντέρας «συνέθεσε τουλάχιστον μια ντουζίνα τραγούδια για την Αντίσταση, στα οποία αναφέρονται ρητά τα ονόματα ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, που τα τραγουδούσε κρυφά κατά τη διάρκεια της Κατοχής και αργότερα».

 

Ο Μπαγιαντέρας, μάλιστα, έγραψε και τραγούδι για τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ, τον θρυλικό Άρη Βελουχιώτη.  «Πολέμησε αντάρτη μου, ως πολεμάνε όλοι και με τον Άρη αρχηγό, θα ‘ναι γλυκό το βόλι. Για ντουφέκι δε με νοιάζει, ούτε βάζω πια μαράζι, αρχηγό μου έχω τον Άρη, το λεβεντοπαλικάρι…».

 

Τυφλώθηκε στο πάλκο ενώ έπαιζε μπουζούκι

Όταν οι Ναζί κατέλαβαν την Ελλάδα, ο Μπαγιαντέρας επέστρεψε στην Αθήνα και μέσω της μουσικής προσπάθησε να βγάλει τα προς το ζην. Τον Ιούνιο του 1941, παίζει μουσική στο Μαρούσι, στο μαγαζί «Πειραιεύς», μαζί με τον Γιάννη Σταμούλη (γνωστό ως Μπιρ-Αλλάχ). Από την αβιταμίνωση του έχει παρουσιαστεί γλαύκωμα.

 

Δε σταματάει να εργάζεται, ωστόσο, γιατί οι καιροί ήταν δύσκολοι. «Τότε το μεροκάματο ήταν πολύ μικρό και δεν έπρεπε να χάνουμε ούτε μία μέρα. Τα μάτια μου πονούσαν συνεχώς. Ήξερα ότι είχα γλαύκωμα. Έτσι, μια μέρα, εκεί που έπαιζα ένα από τα γνωστά μου τραγούδια, αισθάνθηκα ότι χανόταν το κάθε τι από μπροστά μου. Δεν μπορούσα να κάνω πια τίποτα. Το μοιραίο είχε έλθει. Από ‘κει και έπειτα άρχισε η περιφρόνηση από πολλούς» είχε πει ο ίδιος ο ρεμπέτης περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο έχασε την όρασή του.

 

Όταν ήρθε η απελευθέρωση ο Μπαγιαντέρας έζησε μια μεγάλη περίοδο μέσα στη φτώχεια και τη στέρηση. Για λίγο καιρό θα δουλέψει στα λαϊκά κέντρα και μετά θα βγει στη «σφουγγάρα», δηλαδή θα γυρίζει από στέκι σε στέκι βγάζοντας «δίσκο»! Όταν έβγαινε για «σφουγγάρα» είχε μαζί του για βοηθούς τις κόρες του, την Αγγελική και την Έλλη. Ανά δύο τραγούδια που έλεγε ο πατέρας τους, οι μικρές γυρνούσαν με ένα πιατάκι τα τραπέζια και μάζευαν όσα χρήματα τους έδιναν οι θαμώνες των μαγαζιών.

 

Για περίπου 20 χρόνια ο Δημήτρης Γκόγκος ήρθε αντιμέτωπος με την ανέχεια αλλά και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η προσπάθεια αναβίωσης του ρεμπέτικου, που έγινε επί χούντας, ανακούφισε κάπως τη φτώχεια του.

 

«Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Αποβραδίς ξεκίνησα» (ή «Χατζηκυριάκειο», όπως επίσης είναι γνωστό), «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου», «Ξεκινάει μια ψαροπούλα», «Νυχτερίδα», «Ξαβεργιώτισσα», «Πειραιωτοπούλα», «Αλάνι με φωνάζουν», «Γυρνώ σαν νυχτερίδα», «Μ' έχεις μαγεμένο», «Έλα να μπερμπαντέψεις», «H μικρή από το Πασαλιμάνι», «Το τραγούδι της αγάπης», «Η άνοιξις», «Με ξέχασες», «Το πέρασμα», «Μια τράτα Κουλουριώτικη», «Κι αν χωρίσαμε δε φταίω». Είναι μερικά μόνο από τα περισσότερα από 100 τραγούδια που άφησε κληρονομιά ο σπουδαίος αυτός ρεμπέτης. Κάποια από αυτά, μάλιστα, θεωρούνται ακόμα και σήμερα από τα ωραιότερα και μελωδικότερα ρεμπέτικα τραγούδια.

 

Είναι απ’ τους πρώτους που συμμετείχαν σε συναυλίες στις μπουάτ της Πλάκας, όπου εκτός απ’ τα παλιά θ’ ακουστούν πολλά απ’ τα ανέκδοτα τραγούδια του. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ξαναζωντάνεμα του κλασικού ρεμπέτικου, που ξεκίνησε εκείνα τα χρόνια και συνεχίστηκε απ’ τον Μαρίνο Γαβριήλ (Μαρινάκη), τη Ρόζα Εσκενάζυ, τον Στέλιο Κερομύτη, τον Μιχάλη Γενίτσαρη, τον Σπύρο Καλφόπουλο, τον Μπιρ Αλλάχ κ.ά.

 

Αυτή, όμως, ήταν μια μικρή αναλαμπή. Μετά ο Μπαγιαντέρας βυθίστηκε και πάλι στη φτώχεια. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του αναγκάστηκε ακόμη και να ζητιανέψει για να επιβιώσει. Λίγο πριν το τέλος ζούσε, πλέον, απομονωμένος στο σπίτι του στον Άγιο Ιερόθεο, στο Περιστέρι, έχοντας στο πλευρό του, τη σύζυγό του, την κυρά Δέσποινα.

 

Τον Οκτώβριο του 1985, ο Μπαγιαντέρας, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Εκεί έδωσε γενναία μάχη και κατάφερε να βγει νικητής. Πήρε εξιτήριο και επέστρεψε στο σπίτι του.

 

Η υγεία του, ωστόσο, ήταν κλονισμένη. Στις 24 Οκτωβρίου μπήκε ξανά στον «Ευαγγελισμό». Αυτή τη φορά είχε ουρολοίμω­ξη και λοίμωξη του αναπνευστικού. Πάλεψε ξανά αλλά αυτή τη φορά δεν τα κατάφερε. Στις 18 Νοεμβρίου 1985 άφησε την τελευταία του αναπνοή σε ένα δωμάτιο του νοσοκομείου.

 

«Η ζωή μας είναι πολύτιμη. Εγώ λέω της γυναίκας μου: άμα θα πάψω να νιώθω τη ζωή θα πάω να γεμίσω το κρεβάτι μου λουλούδια, θα τα σκορπίσω, θα γράψω ένα τραγούδι και τότε θα σχολάσω…» έλεγε ο ίδιος.

 

Πηγή: reader.gr

Ντιρλαντά. Η παγκόσμια επιτυχία που έσωζε τους δύτες και έσυρε τον Σαββόπουλο στα δικαστήρια.

Ντιρλαντά. Η παγκόσμια επιτυχία που έσωζε τους δύτες και έσυρε τον Σαββόπουλο στα δικαστήρια.

 

Το τραγούδι των σφουγγαράδων έγινε γαλλικό από τη Dalida και διασκευάστηκε σε πολλές γλώσσες.

 

Το σκάφος του καπετάνιου Γκίνη γνωστού και ως Ντιρλαντά...


Το παραδοσιακό κομμάτι «Ντιρλαντά» της Καλύμνου είναι διεθνώς από τα πιο γνωστά ελληνικά τραγούδια.

 

Ο Διονύσης Σαββόπουλος περιέλαβε το τραγούδι στο δίσκο του ’69 «Το περιβόλι του τρελού» και το έκανε επιτυχία στην Ελλάδα. Η διάσημη Νταλιντά το άκουσε και της άρεσε. Το τραγούδησε το 1970 στα ιταλικά και στα γαλλικά και το έκανε διεθνή επιτυχία. Με τα χρόνια ο ιδιαίτερος καλυμνιώτικος ρυθμός έγινε σίγουρη επιτυχία για τους καλλιτέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο.

 

Έτσι, τραγουδήθηκε σε πάρα πολλές χώρες μεταξύ των οποίων αραβικές, ασιατικές, αφρικανικές και φυσικά ευρωπαϊκές. Ο Ξυλούρης το τραγούδησε με αλλαγμένους τους μισούς στίχους, ενώ τραγουδήθηκε με επιτυχία και από τη Μαρινέλλα. Oι dj της δεκαετίας του ’90 διασκεύασαν το Ντιρλαντά σε trance και πρόσφατα σε chill ή up tempo house.

 

Η ιστορία του τραγουδιού των σφουγγαράδων

Το «Ντιρλαντά» έχει ένα ρυθμό που σε ξεσηκώνει. Σα να σε ζωντανεύει. Ένα τραγούδι χωρίς μουσικό τέλος. Ένας σκοπός που σου επιτρέπει να βάλεις ό,τι στίχο θέλεις. Σύμφωνα με ερευνητές της λαϊκής μουσικής, η γρήγορη ερμηνεία του μπορεί να οδηγήσει σε κατάσταση έκστασης. Ίσως γι’ αυτό τραγουδιόταν συνεχώς στα καλυμνιώτικα σφουγγαράδικα.

 

Για να κρατάει ξύπνιους και σε εγρήγορση τους δύτες και τους τροχαλητές με τον χαρακτηριστικό ρυθμό του.

 

Κάποιοι λένε ότι οι σφουγγαράδες το τραγουδούσαν όλοι μαζί στους δύτες, όταν ανέβαιναν από τις καταδύσεις.

 

Ήθελαν να τους κρατήσουν ξύπνιους και να αποφύγουν τη νόσο των δυτών. Άλλοι υποστηρίζουν ότι το Ντιρλαντά το έλεγαν σε αυτόν που γύριζε τον τροχό της αντλίας, που έστελνε αέρα στον δύτη. Ο τρόχος γυρνούσε με δυσκολία και έτσι έδιναν ρυθμό στον τροχαλητή για να συνεχίσει.

 

Η ζωή του δύτη κρεμόταν από αυτόν. Στην Κάλυμνο το τραγούδι υπάρχει και σε δεύτερη εκτέλεση, ακριβώς με τον ίδιο ρυθμό, αλλά αντί για Ντιρλαντά λέγεται “Πέντε και τέσσερα εννιά”. Η λαϊκή παράδοση το κατατάσσει στα τραγούδια της Μπαρμπαριάς, δηλαδή ότι προέρχεται από λαούς της Βόρειας Αφρικής.

 

Η δικαστική κόντρα του Σαββόπουλου για τα πνευματικά δικαιώματα του Ντιρλαντά

 

Το τραγούδι ηχογράφησε σε 45αρι δίσκο τη δεκαετία του ’60 ο καπετάνιος Παντελής Γκίνης, γνωστός στο νησί ως Ντιρλαντάς. Την επιμέλεια του δίσκου είχε η Δόμνα Σαμίου, φίλη του Διονύση Σαββόπουλου. Λέγεται ότι από αυτήν έμαθε το τραγούδι ο «Νιόνιος» και έτσι το κυκλοφόρησε στον δίσκο του το 1969. Η επιτυχία όμως έφτασε στις δικαστικές αίθουσες για τα πνευματικά δικαιώματα.

 

Ο Σαββόπουλος έλεγε ότι η εκτέλεσή του ήταν προϊόν παραδοσιακού άσματος και ο Γκίνης ότι ήταν δικό του. Στη δίκη κλήθηκε να καταθέσει και ο γνωστός λαϊκός δημιουργός Γιάννης Παπαϊωάννου.  «Το τραγούδι δεν είναι κανενός, δεν έχει αφεντικό, το λέγανε στα ψαράδικα». «Και που το ξέρετε αυτό;», ρωτήθηκε ο Παπαϊωάννου από τον συνήγορο. Αντί για απάντηση έδειξε την ταυτότητά του. Το επάγγελμα έγραφε «αλιεύς».

 

Τελικά, δικαιώθηκε ο Γκίνης.

 

Η διεθνής επιτυχία του «ερωτικού» Ντιρλαντά από τη διάσημη Νταλιντά

 

Το 1970 η πασίγνωστη Νταλιντά ερμηνεύει το Ντιρλαντά στα γαλλικά και το τραγούδι εκτοξεύεται. Τραγουδιέται και χορεύεται παντού. Η τραγουδίστρια το λέει και στα ιταλικά και σημειώνει παρόμοια επιτυχία. Οι στίχοι όμως δεν είχαν καμία σχέση με τους αρχικούς των σφουγγαράδων. Ήταν ερωτικοί και μιλούσαν για μια πληγωμένη και προδομένη γυναίκα που χώριζε το αμόρε της. Ακολούθησαν εκτελέσεις σε Ρουμανία, Ολλανδία, Φινλανδία, Κροατία, Σκόπια, Δανία, Πολωνία, Ισραήλ, στην Αλβανία του Χότζα και αλλού. Στον κινηματογράφο ακούστηκε στην ταινία «Τρελός, Παλαβός και Βέγγος», στη σκηνή με τους αναστενάρηδες.


Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/ntirlanta-i-pagkosmia-epitichia-pou-esoze-tous-dites-ke-esire-to-savvopoulo-sta-dikastiria/

«ΤΡΑΝΟΣ ΧΟΡΟΣ» | Σιάτιστα Κοζάνης | Μακεδονικά τραγούδια

«ΤΡΑΝΟΣ ΧΟΡΟΣ» | Σιάτιστα Κοζάνης | Μακεδονικά τραγούδια

 


Γαμήλιος χορός από την περιοχή της «Κάτω» Ανασελίτσας (Σιάτιστα, Εράτυρα, Γαλατινή, Μικρόκαστρο, Σισάνι, Αλιάκμονας κ.α.), τον οποίον χόρευαν οι νεόνυμφοι, οι κουμπάροι, μπράτιμοι και λοιποί συγγενείς και καλεσμένοι, αμέσως μετά τα στέφανα. Οι μόνες που δεν έμπαιναν στο χορό ήταν οι δύο συμπεθέρες (μητέρες του γαμπρού και της νύφης). Πρόκειται για χορό που ανήκει στο απλό, αλλά επιβλητικό κινητικό μοτίβο «μέσα - έξω». Η λαβή είναι από τα χέρια για τους άντρες και αγκαζέ (θηλυκωτά) για τις γυναίκες.

 

Σύμφωνα με την παράδοση, ο χορός καθιερώθηκε κατά το έτος 1784, όταν και έγινε η πρώτη επιδρομή των Τουρκαλβανών, τους οποίους απέκρουσαν 500 γενναίοι Σιατιστινοί, τους οποίους συγκέντρωσε ο προεστός Λογοθέτης στο αρχοντικό της ξακουστής Κυρα-Σανούκως Χατζηγιάννη. Ο Ναούμ Δημόλας, στο βιβλίο του «Η ζωή στη Σιάτιστα», γράφει:

 

«Ο Τρανός χορός είναι ήρεμος και με συμμετρικές κινήσεις στην αρχή, ταχύς και πηδηχτός στο τέλος και εκφράζει τη λύπη των συγγενών της νύφης και τη χαρά της οικογένειας του γαμπρού. Στον Τρανό χορό πρώτος πιάνεται ο κουμπάρος. Η διάταξη του κορυφαίου του χορού καμιά φορά αλλάζει από σεβασμό. Π.χ. αν ο πατέρας του γαμπρού είναι ηλικιωμένος, μπαίνει μπροστά και δεύτερος ο κουμπάρος ή και αν υπάρχει ο παππούς του γαμπρού από σεβασμό τον βάζουν πρώτο. Ακολουθούν οι κοντινότεροι συγγενείς και όλοι οι καλεσμένοι. Τελευταίοι από τους άντρες δύο μπράτιμοι, ο μεγάλος και ο μικρός, τέλος ο γαμπρός, ενώ πρώτη από τις γυναίκες και πιασμένη από τον γαμπρό, η νύφη. Μετά τη νύφη πιάνεται η κουμπάρα, όλες οι γυναίκες και στο τέλος η μικρότερη αδερφή του γαμπρού (αν υπάρχει).

 

Στον Τρανό χορό παίρνουν μέρος όλοι οι καλεσμένοι και διαρκεί ώσπου να συμπληρωθούν τρεις γύροι απ' το σημείο που πιάνονται οι νεόνυμφοι. Ξεκινά ο χορός με τραγούδι που τραγουδούν όλοι, στη συνέχεια έρχεται η γλυκιά μελωδία της μουσικής που δίνει πιο έντονα το ρυθμό του χορού. Η μουσική κάνει στάση πάλι και τραγουδιούνται πάλι ορισμένοι στίχοι του Τρανού χορού».

 

ΔΙΣΚΟΣ: «Της Ανασελίτσας». Γλέντια - Χαβάδες - χοροί & Τραγούδια του Βοΐου Ελληνική Εθνογραφική Εταιρεία

Συλλογή-Επιμέλεια: Κώστας Τσώνης, καταγόμενος από το Τρίκορφο Γρεβενών 🎵

 

Παίζει κλαρίνο ο Παναγιώτης Ντούντας από την Εράτυρα Κοζάνης και τραγουδά ο ίδιος μαζί με όλο του το συγκρότημα.

Ηχογράφηση του 1956.

 

Ακούστε το τραγούδι:

 

https://www.youtube.com/watch?v=eVZQK2N5gtE

 

 

 

 

 Οι στίχοι:

Για τι σένα, κύρα νύφη, πέντε κάστρα μάλωνάνε

κι άλλε πέντε πολεμούσαν για τα δυο σ' τα μαύρα μάτια

και το μιρτζιανό σου χείλι.

Μωρή κοντή συρματιρή, κοντή συρματιρένια,

να 'ρθεις αργά στην πόρτα μου, να 'ρθεις και στ' αργαστήρι

έχω δυο λόγια να σου ειπώ, δυο λόγια να σου κρένω.

 

- Και πώς να πω στη μάνα μου και πώς να τη γελάσω:

Μάνα μ’ νερό δεν έχουμε. - Σαν δε 'ναι σύρε πάρε.

Κι αδράχνει το χρυσό σταμνί στη βρύση για να πάει

και βρίσκει το γιαρέντη της στην πέτρα να κοιμάται.

Να τον ξυπνήσ αντρέπεται, να τον λογιάσ' φοβάται

Και σκύβει όρε και τον φίλησε στα μάτια και στο στόμα.

 

Την αμάχη, πο' πιάσαμε και στη μέσ’ σταυραϊτός

και μου πήρεν την περδίκα και μ’ την έφαγι

και μου πήρεν το μαντήλι και μ’ το πέταξιν.

Στου Αι-Θανάση την αυλή χρυσό πουλάκι στέκει και λαλεί,

αηδονολαλεί και λέει τον καιρό που θελ’ να εύρει.

 

Στα τρία αλώνια βάλαν τη βουλή για Σταμούλη το σκυλί

μεσ’ στη Σιάτιστα να πάνουν, τρεις αρχόντισσες να πάρουν

τη Γεράνεια να πατήσουν κι άρχοντα να μην αφήσουν.

Στο Γρεβενό γιουμάτισαν και στο γιουφύρ’ σταμάτησαν

μεσ’ στην άκρ’ από το γιοφύρι έστησαν χρυσό τσαντίρι.

 

Άνοιξαν τα μπαϊράκια τους, δεν ξέρουν τα φαρμάκια τους,

θα γυρίσουν λαβωμένοι, δεν το ξέρουν οι καημένοι.

Κυρά Σανούκω πες της Βάιας σου για να διώξ’ τους φυλακτάδες

διώξτε τους να παν εκείθε να πατήσουμε το σπίτι.

 

Δεν σας φοβάμαι σκυλαρβανιτάδες έχω τα σπίτια μου ψηλά

με μολύβι σκεπασμένα και με μάρμαρα στρωμένα.

Κάτω στο Μπούνο μαχαλά πάρτε φκέλια και τσαπιά

σύρτε και στον καρδογιάννη να του πάρτε το τηγάνι.

 

 

Πηγή: Youtube.com - #Greek_folk_music #Macedonian_folk_song #Greek_Macedonia

 

Τα τραγούδια που γράφτηκαν για το έπος του ΄40

Τα τραγούδια που γράφτηκαν για το έπος του ΄40

 

Από τη Σοφία Βέμπο, στη Ρόζα Εσκενάζυ και τον Μάρκο Βαμβακάρη

 



 

Τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, η ανάγκη για ακόμα μεγαλύτερη παραγωγή τραγουδιών ήταν τόσο μεγάλη, που η τάση έφερνε τα περισσότερα πολεμικά τραγούδια να γράφονται πάνω σε ήδη γνωστές μελωδίες.

 

Με τις φωνές τους έδιναν κουράγιο και δύναμη στους Έλληνες που αγωνίζονταν στον πόλεμο του ‘40. Ήταν οι φωνές και τα τραγούδια τους, που ταξίδευαν σε πάρα πολλά μέτωπα ανά την Ελλάδα, εμψυχώνοντας το ηθικό των Ελλήνων που πολεμούσαν για την πατρίδα τους. Σοφία Βέμπο, Δανάη Στρατηγοπούλου, Ρόζα Εσκενάζυ, Ρίτα Δημητρίου, Κούλα Νικολαΐδου, Ρένα Βλαχοπούλου, Νίκος Γούναρης είναι μερικά από τα ονόματα των τραγουδιστών της εποχής που επισκέπτονταν ραδιοφωνικούς σταθμούς, ακόμη και νοσοκομεία και από εκεί πήγαιναν σε κάποιο χωριό ή μέτωπο, για να τραγουδήσουν αυτά τα θρυλικά πλέον πολεμικά τραγούδια.

 

«Σ’ αυτά τα χρόνια άλλαξε του τραγουδιού η μορφή. Ο έρωτας ξεχάστηκε, μπήκε ξανά στην μπάντα. Και μες σε πόλεις και χωριά και σε κάθε κορφή νέα τραγούδια ακούστηκαν: τραγούδια του σαράντα». Αυτό είναι το τετράστιχο με το οποίο η Σοφία Βέμπο προλόγιζε τα πολεμικά της τραγούδια στις παραστάσεις και τις εκδηλώσεις εκείνου του σκληρού χειμώνα, του 1940- 41.

 

Εξάλλου, από τα πρώτα χρόνια του πολέμου, που ξεκίνησε με την εισβολή των Ιταλών το 1940, το τραγούδι ήταν αυτό που συντρόφευε όχι μόνο όσους έμεναν πίσω, στις πόλεις και περίμεναν τους δικούς τους με αγωνία, αλλά έφτανε ως τα μέτωπα, στους ηρωικούς στρατιώτες.

 

Αναμφισβήτητα ένα τραγούδι που έχει συνδεθεί με το έπος του ’40 είναι το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», από τη φωνή της Σοφίας Βέμπο, σε στίχους του Μίμη Τραϊφόρου και σε μουσική του Μιχάλη Σουγιούλ. Το τραγούδι αυτό στάθηκε η αφορμή για τη μακροχρόνια συνεργασία της Βέμπο με τον Τραϊφόρο που ξεκίνησε από τα πολεμικά τραγούδια εκείνου του χειμώνα και συνεχίστηκε με μερικά από τα ωραιότερα ερωτικά τραγούδια.

 

Τραγούδια επίσης όπως το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», «Κορόιδο Μουσολίνι», «Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός», «Μας χωρίζει ο πόλεμος», είναι μερικά από τα τραγούδια που ερμήνευσε η μεγάλη τραγουδίστρια «της Νίκης». Η Σοφία Βέμπο, άλλωστε από τα μέσα του ’30, είχε καταξιωθεί ως η πρώτη τραγουδίστρια του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού, ενώ ήταν η ερμηνεύτρια που η φωνή της έγινε ένα με τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, και μέχρι σήμερα είναι ταυτισμένη με τον ηρωισμό των Ελλήνων στρατιωτών.

 

Αυτό ίσως που δεν γνωρίζει ο περισσότερος κόσμος, είναι πως το πασίγνωστο τραγούδι «Κορόιδο Μουσολίνι», δεν είναι ελληνικό, αλλά ιταλικό. Τους στίχους «πείραξε» αριστοτεχνικά ο στιχουργός του Γιώργος Οικονομίδης, ο οποίος πήρε ένα πολύ γνωστό ιταλικό τραγούδι, το «Reginella-campagnolla» και πάνω στη μουσική του (που είχε γράψει ο Eldo Di Lazzaro) προσάρμοσε ελληνικούς στίχους με σατιρικό για τους Ιταλούς μήνυμα.

 

Τραγούδια επίσης που προέρχονταν από την ίδια την παράδοση από άγνωστους όμως δημιουργούς είναι το πολύ γνωστό «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», οι «Γυναίκες Ηπειρώτισσες», το «Ακορντεόν» και άλλα που αναφέρονται όλα στον πόλεμο του 40.

 

Και επειδή το τραγούδι του πολέμου διακρινόταν κυρίως στο ρεμπέτικο, χαρακτηριστικό είναι ότι πολλά ρεμπέτικα της περιόδου 1940- 1949, κυρίως αντιπολεμικά και ηρωικά, γραμμοφωνήθηκαν για να διασωθούν με αλληγορικούς – συμβολικούς στίχους κι όχι τους πραγματικούς, για να αποφύγουν τη λογοκρισία, ενώ κάποια κυκλοφόρησαν πολλά χρόνια αργότερα.

 

Ο Μάρκος Βαμβακάρης είναι από τους πιο γνωστούς εκφραστές του ρεμπέτικου τραγουδιού στον πόλεμο, ερμηνεύοντας δικά του τραγούδια όπως το «Μουσολίνι άλλαξε γνώμη», «Ο Αγύμναστος» αλλά και ο Σπύρος Περιστέρης που έγραφε με στίχους προσαρμοσμένους στο δοξασμένο ελληνοϊταλικό έπος («Γεια σας φανταράκια μας», «Το όνειρο του Μπενίτο» κ.α.), ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Γιώργος Παπασιδέρης («Μέρα και νύχτα με το ντουφέκι», «Με δόξα να γυρίσετε» κ.α.), ο Στελλάκης Περπινιάδης («Άκου Ντούτσε μου τα νέα», «Δε με φοβίζει ο πόλεμος») ο Δημήτρης Γκόγκος ή αλλιώς Μαγιαντέρας («Τους Κενταύρους δε φοβάμαι», καθώς Κενταύρους αποκαλούσαν τους στρατιώτες της 131ης μεραρχίας αρμάτων του ιταλικού στρατού) και πολλοί άλλοι των οποίων τα ονόματα δεν μπόρεσαν να διασωθούν εξαιτίας της λογοκρισίας των ρεμπέτικων τραγουδιών.

 

Πηγή: newsbeast.gr