Γυναικεία στοιχειά στους μύθους και τις παραδόσεις της Ερμιόνης
Του Γιάννη Σπετσιώτη και της Τζένης
Ντεστάκου
Τα γεγονότα κάθε
εποχής τα αφηγείται η ιστορία. Η «ατμόσφαιρα» όμως, οι δοξασίες, οι αφηρημένες
ιδέες, τα άυλα πνεύματα και οι θεσμοί αποτυπώνονται σε σύμβολα. Συχνά πίσω τους κρύβονται συναρπαστικές ιστορίες και
μυθοπλασίες, που μεταφέρονται από στόμα σε στόμα και παγιώνονται από γενιά σε
γενιά. Γίνονται λογοτεχνικά βιβλία, θεατρικά, κινηματογραφικά, μουσικά έργα,
κάθε λογής εικαστική δημιουργία προξενώντας ξεχωριστό ενδιαφέρον. Με αυτά τα
δεδομένα κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει ή να αποσιωπήσει τη σημασία των
συμβόλων, καθώς η μελέτη τους φέρνει στο φως τα κρυμμένα μυστικά τους.
Προσεγγίσαμε δύο
τέτοια ερμιονίτικα σύμβολα – στοιχειά κάνοντας ένα ταξίδι ανακάλυψής τους στην
άβυσσο των χρόνων. Ιχνηλατώντας μυθικές παραδόσεις, όπου συνδέονται πραγματικά
και φανταστικά γεγονότα, προϊόντα υποκειμενικής σκέψης και κοινωνικών αντιλήψεων,
συναντήσαμε τη Βιτόρα και τη Ζώρα. [1] Δύο αόρατες γυναικείες υπάρξεις που
στοίχειωσαν μέσω της προφορικής παράδοσης σε ωραίους τοπικούς μύθους και
επηρέαζαν σημαντικά τη ζωή των Ερμιονιτών.
Η Βιτόρα ή
Βιτόριζα
Για άγνωστους
λόγους τη φανταστική της ιστορία [2] οι παλιοί ναυτικοί του τόπου μας τη
συνέδεαν με μια «ερμιονίτικη παραλλαγή» γνωστού αρχαιοελληνικού μύθου.
Εκεί στη… μακρινή
Κρήτη «με τα θελκτικά, τερπνά και πολυφίλητα όρη» ο πατέρας των θεών Δίας και η όμορφη νύμφη Κάρμη απέκτησαν μια πανέμορφη θυγατέρα, τη Βριτόμαρτη, που το όνομά της θα πει «γλυκιά παρθένα». Στη
Βριτόμαρτη άρεσε να διατρέχει στεριές και θάλασσες, να κυνηγάει και να ψαρεύει
με τα δίχτυα που η ίδια είχε εφεύρει, γι’ αυτό, συμβολικά, την ονόμαζαν και Δίχτυνα (Δίκτυννα). [3]
Κάποτε ο
παντοδύναμος βασιλιάς της Κρήτης, ο γνωστός Μίνωας, θαμπωμένος από τα κάλλη της Βριτόμαρτης θέλησε να την
απαγάγει και γυναίκα του να την κάνει. Εκείνη όμως γρήγορα αντιλήφθηκε τα
πονηρά του σχέδια και μη θέλοντας να πέσει στα χέρια του, καταδιωκόμενη απ’
αυτόν, βούτηξε στη θάλασσα. Καθώς κολυμπούσε τρομαγμένη, μπλέχτηκε στα δίχτυα
κάποιου – για φανταστείτε, ερμιονίτικου καϊκιού. Την ώρα που οι ψαράδες ανέβαζαν τα δίχτυα τους,
έκπληκτοι διαπίστωσαν πως ανάμεσα στα ψάρια βρισκόταν και μια πανέμορφη
γυναίκα. Αμέσως την ελευθέρωσαν κι εκείνη ανακουφισμένη τους ευχαρίστησε,
γνωρίζοντας, βέβαια, πως τη σωτηρία της την όφειλε στη θεά Άρτεμη. [4]
Στη συνέχεια η
Βριτόμαρτη τούς διηγήθηκε την ιστορία της και οι ψαράδες προθυμοποιήθηκαν να
την βοηθήσουν, να φτάσει στην Αθήνα. Όμως τον λόγο τους δεν τον τήρησαν.
Θαμπωμένοι από τα κάλλη της ονειρεύονταν… θεϊκές απολαύσεις. Το πάθος και ο
πόθος τους γίνηκαν πέλαγος απέραντο σαν κι αυτό που ταξιδεύαν… Εκείνη
αντιλήφθηκε τις προθέσεις τους και για να γλιτώσει, έπεσε ξανά στη θάλασσα και
βρέθηκε στην Αίγινα! Εκεί, με τη βοήθεια του πατέρα της του Δία, χάθηκαν τα
ίχνη της. Κρύφτηκε σε μια σπηλιά σε πευκοφυτεμένο δάσος [5] κι έτσι γλίτωσε. Οι Αιγινήτες την
θεοποίησαν και την ονόμασαν Αφαία, επειδή έγινε άφαντη.
Σκηνή από την
ιστορία της Βριτόμαρτης. Έργο πιθανότατα σχεδιασμένο από το Γάλλο Jean Cousin the Elder (1490 – 1560;). Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Με τον ερχομό και
την εγκατάσταση των Αρβανιτών στην Πελοπόννησο και φυσικά στον τόπο μας από τα τέλη του 14ου αιώνα και μετά, ένα στοιχειό με γυναικεία μορφή,
αρβανίτικη καταγωγή και …ελληνική ιθαγένεια, έρχεται να ταράξει για τα καλά τη
ζωή των Ερμιονιτών και να ξυπνήσει μνήμες αλγεινές.
Είναι η Βιτόρα, που λίγο από το φόβο μιας παλιάς
χρωστούμενης εκδίκησης, λίγο από τη φωνητική ομοιότητα των δύο ονομάτων,
συνδέθηκε με τη μυθική Βριτόμαρτη. Η ιστορία της φαίνεται πως δεν είχε
ξεχαστεί. Διατηρήθηκε ζωντανή στη μνήμη των προγόνων μας και στις δύσκολες
στιγμές ή στα αναπάντεχα γεγονότα της ζωής τους, ερχόταν στο προσκήνιο. Έχοντας
ριζωμένο τον φόβο μέσα τους για όσα θέλησαν να κάνουν κάποτε στη Βριτόμαρτη,
περίμεναν πως θα επιστρέψει και θα πληρώσουν ακριβά για την προσβλητική τους
σκέψη. Η Βιτώ, όπως την αποκαλούσαν κάποιοι παλαιοί Ερμιονίτες, θα πάρει αργά ή
γρήγορα την εκδίκησή της…
Για να
καλοπιάσουν το ξωτικό, να το εξευμενίσουν ή και να το κολακέψουν το προσφωνούν
με το χαϊδευτικό του, Βιτόριζα [6] το λένε! Θέλουν να δηλώσουν –
μετανιωμένοι για όσα οι πρόγονοί τους επιχείρησαν να κάνουν, ότι το αγαπούν και
το θεωρούν κομμάτι της ζωής τους.
Τέτοιες όμως
γαλιφιές στη Βιτόριζα δεν περνάνε! Η προσβολή ήταν μεγάλη! Κι αν ακόμη η ίδια
είχε σκοπό να τους συγχωρήσει, η θεά Άρτεμη δεν θα το επέτρεπε. Έτσι η
παρουσιάζεται, τώρα, σαν μια γυναίκα μοχθηρή, σκληρή και εκδικητική, πνιγμένη
στον θυμό της. Μια γυναίκα στοιχειό, ψιλόλιγνη και σκελετωμένη, αναμαλλιασμένη,
με λιγδιασμένα μακριά μαλλιά που φτάνουν σχεδόν ίσαμε τα πόδια της. Με όψη
φρικιαστική και πρόσωπο ολημερίς αγριεμένο. Με μακάβριο χαμόγελο και δόντια
σουβλερά που διακρίνονται κατάμαυρα στο μισάνοιχτο στόμα της. Με μάτια
βαθουλωμένα και βλέμμα ανέκφραστο και παγερό. Με φωνή πνιχτή και βραχνή που με
δυσκολία βγαίνει από τα σωθικά της. Με χέρια μακριά, κάτισχνα και νύχια γαμψά
και ακάθαρτα, έτοιμα να ξεσκίσουν σάρκες!
Έτσι ακριβώς την
είχε απεικονίσει ένας παλαιός ανώνυμος λαϊκός ζωγράφος στον τοίχο της
ταβέρνας/μπαρμπέρικου του Μαρουλά ζωντανεύοντας το μύθο, όπως τον άκουγε στις
διηγήσεις ηλικιωμένων Ερμιονιτών, που τον μετέφεραν από γενιά σε γενιά. Έτσι τη
σκέφτονταν τα παιδιά «βλέποντας από την κλειδαρότρυπα τη ζωγραφιά και την
καρδιά τους έσφιγγε ο φόβος σαν τη μέγγενη» και τα δόλια έτρεμαν σύγκορμα! Η
Βιτόριζα! έλεγαν τρομαγμένα και το αίμα τους πάγωνε. [7]
Το ξωτικό μας,
λοιπόν, έμενε σε μια απόμερη σπηλιά στην άκρη του Μπιστιού, όπου βασίλευε
νεκρική σιωπή. Την αμφιθεατρική είσοδό της κατάφατσα στην Ανατολή, την έκρυβαν
πελώρια βράχια. [8] Το εσωτερικό της βαθύ, θεοσκότεινο και
δαιδαλώδες. Κανείς, ποτέ του δεν τόλμησε ούτε να σκεφτεί πώς θα ήταν εκεί μέσα!
Γνώριζε πως αν επιχειρούσε να πλησιάσει, εκείνη θα πεταγόταν αγριεμένη από τα
απόκρημνα βράχια, όπου παραφύλαγε τις νύχτες, θα τον άρπαζε, θα τον βασάνιζε
σκληρά και στο τέλος θα τον …«μαρμάρωνε».
Σ’ αυτή τη σπηλιά
το στοιχειό έπαιρνε τρομερές αποφάσεις, που νους ανθρώπου δεν χωρούσε. Μόνο
συμφορές προξενούσαν στους Ερμιονίτες και τη ζωή τους όριζαν κάνοντάς την
κόλαση!
Διηγούνται οι
παλαιότεροι, κυρίως οι ναυτικοί που τα πίστευαν
κιόλας, πολλά τέτοια συμβάντα που προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα στους κατοίκους
της πόλης μας. Ισχυρίζονται πως εξαιτίας της μανίας του στοιχειού καταστράφηκαν
περιουσίες, ερημώθηκαν σπίτια, μέχρι και ανθρώπινες ζωές χάθηκαν.
Ο Σπύρος Λάμπρου
στην κριτική του για το έργο του Νικ. Πολίτη «Μελέται περί του βίου και της
γλώσσας του ελληνικού λαού. Παραδόσεις», σημειώνει: «Εν Ερμιόνη ήκουσα το 1879 παράτινος λεμβούχου την
παράδοσιν ότι κατά την βραχώδη άκραν την υπερκειμένην εκ των βορειοανατολικών
του σημερινού Καστρίου του επέχοντος την θέσιν της αρχαίας πόλεως υπάρχει
σπήλαιον βαθύ, εις το οποίον οι παλαιοί είδον πολλάκις πολλούς μαρμαρωμένους
ανθρώπους. Από του σπηλαίου δ’ εκείνου εξήρχεντο από καιρού εις καιρόν υψηλή
γυνή ονομαζόμενη Βιτόριζα». [9]
– Μα είναι
δυνατόν να πιστεύουμε τέτοια πράγματα; Όλα αυτά ψέματα είναι! Στους θρύλους και
τα παραμύθια τα ξωτικά και οι μάγισσες «μαρμαρώνουν» ανθρώπους και προστατεύουν
θησαυρούς. Κάτι άλλο κρύβεται πίσω τους, σχολίαζαν οι πιο θαρραλέοι και οι πιο
γνωστικοί.
– Κι αυτοί οι
μαρμαρωμένοι άνθρωποι που «είχαν δει» οι παλαιοί Ερμιονίτες στη σπηλιά της,
ψέματα είναι; αναρωτιόνταν άλλοι.
– Αγάλματα ήσαν,
που τα είχαν μεταφέρει εκεί, για να τα προστατεύει το …στοιχειό! κορόιδευαν οι
πρώτοι.
Οι μανάδες και οι
γιαγιάδες είχαν βρει τον καλύτερο τρόπο να «φοβερίζουν» τα παιδιά, για να είναι
υπάκουα και πειθαρχημένα. Στα σχήματα που έπαιρναν τα σύννεφα στον ουρανό,
προέτρεπαν τους «ζωηρούς» να αναγνωρίσουν τη μορφή της Βιτόριζας. Και καθώς
εκείνη έτρεχε στους αιθέρες κυνηγημένη από τον δυνατό άνεμο, τα …απειλούσαν πως
έρχεται να τα …φάει, στο δρόμο σαν τα βρει!
Αλλά και κάποιοι
άλλοι παλαιοί Ερμιονίτες έκαναν με το στοιχειό χρυσές δουλειές! Βλέπετε το
λαθρεμπόριο, η λαθραλιεία και όλα τα σχετικά δεν είναι ανακάλυψη της εποχής
μας! Υπήρχαν από παλιά και έφερναν στους ανθρώπους παράνομα κέρδη από
απαγορευμένες διακινήσεις και συναλλαγές. Ποιος να ξέρει τι γινόταν τότε, μετά
από τόσα χρόνια που έχουν περάσει!
Οι περισσότεροι
Ερμιονίτες θεωρούμε πως πίστευαν στην ύπαρξη του μυθικού γυναικείου στοιχειού
και της σπηλιάς του, όχι γιατί ήταν υπερβολικά δεισιδαίμονες, αλλά γιατί είχαν
ανάγκη, σαν στήριγμα ζωής, την πεποίθησή τους αυτή.
Βιτόριζα, πίνακας
της Ανθούλας Λαζαρίδου. Η κ. Λαζαρίδου επέλεξε να απεικονίσει στον πίνακά της
τη Βιτόριζα σαν μια νεαρή γυναίκα, πανέμορφη, αέρινη, λυγερόκορμη με ξανθά,
μακριά μαλλιά, ξανοιγμένα από τον ήλιο, διχτυοφορούσα που με βήμα ταχύ
διασχίζει τους βράχους. Προτίμησε να ζωντανέψει την εικόνα της με βάση τον
αρχαιοελληνικό μύθο, που της είχε διηγηθεί ο Ερμιονίτης επιφανής καθηγητής του
Πολυτεχνείου και συγγραφέας, Άγγελος Προκοπίου.
Η κ. Ανθούλα
Λαζαρίδου επέλεξε να απεικονίσει στον γνωστό
πίνακά της τη Βιτόριζα σαν μια νεαρή γυναίκα, πανέμορφη, αέρινη, λυγερόκορμη με
ξανθά, μακριά μαλλιά, ξανοιγμένα από τον ήλιο, διχτυοφορούσα που με βήμα ταχύ
διασχίζει τους βράχους. Προτίμησε να ζωντανέψει την εικόνα της με βάση τον
αρχαιοελληνικό μύθο, που της είχε διηγηθεί ο Ερμιονίτης επιφανής καθηγητής του
Πολυτεχνείου και συγγραφέας, Άγγελος Προκοπίου. Η άλλη όψη της Βιτόριζας, ως γυναίκας σκληρής και
εκδικητικής, ενισχύθηκε, καθώς μας είπε, και από τα εξής γεγονότα: [10]
«Ο
καπεταν-Αδριανός Μήτσας, πατέρας των οπλαρχηγών του ΄21 Γιάννη και Σταμάτη
Μήτσα, αποφάσισε να σηκώσει Μύλο (ανεμόμυλο) στο Μπίστι, για να αλέθει τα
γεννήματά του. Για να κρατήσει μακριά από τις παράνομες δουλειές του τους
«περίεργους» Ερμιονίτες, ανέσυρε, σκόπιμα και καθόλου τυχαία, τον μύθο της
μοχθηρής Βιτόρας». [11]
Ο καπεταν-Αδριανός Μήτσας, πανέξυπνος, αλλά και παμπόνηρος
άνθρωπος καταγόμενος από τη Χειμάρα, ασφαλώς γνώριζε τη Βιτόρα, όπως όλοι οι
Αρβανίτες, και από την καλή και από την ανάποδη. Για τους δικούς του λόγους,
λοιπόν, βρήκε την ευκαιρία να τη «χρησιμοποιήσει» και να συνεργαστεί μαζί της!
Το συσχετισμό,
ωστόσο, του αρχαιοελληνικού μύθου της Βριτόμαρτης με το θρύλο της Βιτόρας, τον
συναντήσαμε στην Ερμιόνη. Στο θέμα, όμως, αυτό θα επανέλθουμε…
Η Ζώρα
Στο πλούσιο
αποκριάτικό τραπέζι που στρωνόταν το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής με τα
μακαρόνια, τα κρέατα, τα τυριά, το γιαούρτι και τα πιπέκια θυμάμαι τη μητέρα
μου, να λέει:
-Φάτε ό,τι φάτε σήμερα, γιατί από
αύριο νηστεύουμε! Ό,τι μείνει θα το μαζέψουμε, να το πάρει η Ζώρα!
Πράγματι τα
περισσέματα από τα φαγητά τα μάζευε προσεχτικά και τα έβαζε ξεχωριστά,
διπλωμένα σε μια εφημερίδα, πλάι στα σκουπίδια. Άλλες νοικοκυρές τα άφηναν σε
μια άκρη στο παραγώνι. Ήθελαν να τα βρει η Ζώρα ή «Σώρα», [12] το απαίσιο φάντασμα με τη γυναικεία
όψη, που κάθε χρόνο τέτοια μέρα κατέβαινε στα κρυφά, χωρίς κανείς να την
αντιληφθεί, από την καμινάδα. Έπρεπε κάτι να βρει να φάει και ευχαριστημένη,
φεύγοντας, τα πεθαμένα του σπιτιού να «συγχωρέσει», μια και οι ψυχές «γύριζαν
έξω» εκείνες τις μέρες της Σαρακοστής. Στην περίπτωση που η νοικοκυρά την
ξεχνούσε και δεν της άφηνε φαγητό, μικροαναποδιές και μικροπροβλήματα έφερνε
στο σπίτι.
Ζώρα. Η λαϊκή μας
ζωγράφος Ανθούλα Λαζαρίδου παρουσιάζει ιδιαίτερα επιτυχημένα τη Ζώρα με την
αποκρουστική όψη και με «μια τουλούπα» μύγες να την περιβάλλουν.
Αυτή η Ζώρα πολύ
με είχε «μπερδέψει». Συσχέτιζα το όνομά της με τα εντόσθια των ζώων και κυρίως
των ψαριών, που στον τόπο μας τα λέμε «ζώρες», λέξη, πιθανόν, αρβανίτικη. «Του
βγήκανε οι ζώρες έξω!», λέγαμε βλέποντας την εικόνα ξαντεριασμένων ψαριών.
-Σου βγήκαν οι ζώρες έξω! Βάλτες μέσα!
Μάς έλεγαν, επίσης, όταν είμαστε παιδιά και έβγαιναν τα ρούχα μας από το
παντελόνι.
Αλλά και τα
ανδρικά «ολόσωμα» εσώρουχα, φερμένα από την Αμερική, που φορούσαν τα ηλικιωμένα
άτομα, «ζώρες» τα έλεγαν, καθώς μας είπε η κ. Ανθούλα Λαζαρίδου.
Όσα αναφέρθηκαν
παραπάνω «δανείζονται» το όνομά τους από το ξωτικό, τη Ζώρα, πιθανότατα, επειδή
συνδέονται με την ασχήμια του. Η λαϊκή μας ζωγράφος κ. Ανθούλα παρουσίασε
ιδιαίτερα επιτυχημένα τη Ζώρα με την αποκρουστική όψη και με «μια τουλούπα»
μύγες να την περιβάλλουν.
Στην εθνολογία η Ζώρα συναντάται ως «Ζέρα», φάντασμα, δηλαδή, αντίστοιχο με τη νεράιδα. Άσχημη,
όμως, στη μορφή και δύστροπη στον χαρακτήρα, δηλώνεται, συχνά, και με τον
αρβανίτικο όρο «τε πρεγιάσμ» που θα πει «ξωτικό». Θεωρείται πνεύμα του κακού, όπως λέμε «διαβόλισσα» και
«εξαποδώ». Ζέρες και πρεγιάσμες συναντώνται και στους Αρβανίτες.
Την τελευταία
Κυριακή της Αποκριάς, η Ζώρα κάνει την εμφάνισή της! οι Ερμιονίτες την
καλοδέχονται και δεν παραλείπουν να αφήσουν το πεσκέσι της στο παραγώνι! Έτσι
πιστεύουν πως τα πεθαμένα τους θα συγχωρέσει και οι μέρες τους θα κυλήσουν
ήσυχα, χωρίς προβλήματα κι αναποδιές.
Υποσημειώσεις
[1] Άλλα στοιχειά στις λαϊκές μας παραδόσεις είναι οι:
Αραήδες, Νεράιδες, Ανερούσες, Μοίρες, Στρίγγλες, Λάμιες.
[2] Μιχ. Παπαβασιλείου: «Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης»,
Αθήνα 1988.
[3] «Δίχτυνα» ήταν ένα από τα πολλά επίθετα της Άρτεμης, ως
θεάς του κυνηγιού. Η Βριτόμαρτη, ως αγνή κόρη, πάντοτε συνόδευε τη θεά στους
χορούς και στο κυνήγι και της ήταν ιδιαίτερα αγαπητή.
[4] Η θεά Άρτεμη πάντοτε προστάτευε τους αδύναμους και
ανυπεράσπιστους που είχαν την ανάγκη της και τιμωρούσε αυστηρά, όσους αψηφούσαν
τη δύναμή της. Ιδιαίτερα νοιαζόταν για τα ανύπαντρα κορίτσια και τους αγνούς
νέους. Εξάλλου και η ίδια, παιδί όταν ήταν, «γύρεψε και πήρε από τον Δία την άδεια
να μείνει για πάντα ελεύθερη από τα δεσμά του γάμου».
[5] Η Δικτύνα επέλεγε πάντα πευκόφυτους τόπους κατοικίας,
καθώς το πεύκο ήταν το ιερό της δέντρο. Γι’ αυτό και στις γιορτές που γίνονταν
προς τιμή της, στεφάνωναν τους αθλητές με στεφάνια από κλαδιά πεύκου, καθώς
σημειώνει ο Ν. Πολίτης στις «Παραδόσεις» του.
[6] Η κατάληξη (ζε) ή (σε), μπαίνει στις αρβανίτικες λέξεις,
για να δείξει κάτι το μικρό, το αγαπητό και ταυτόχρονα πολύ δικό μας. Βιτόριζα: η δικιά μας Βιτόρα.
[7] Μιχ. Παπαβασιλείου: «Θρύλοι και Παραδόσεις της Ερμιόνης»,
Αθήνα 1988.
[8] Ακόμα και σήμερα στην Ερμιόνη όταν βλέπουν γυναίκα
απεριποίητη, αναμαλλιασμένη, με ματιά που προξενεί φόβο, λένε: Τι είσαι μωρή
έτσι σαν τη Βιτόριζα!
[9] Σήμερα, μετά τις ανασκαφές που έγιναν, γνωρίζουμε πως
πρόκειται για τάφο, πιθανόν κάποιου άρχοντα του τόπου, καθώς πρόκειται για
μοναδικό κτίσμα με μεγαλοπρεπή κατασκευή (Β. Γκάτσος).
[10] Σπύρος Π. Λάμπρου, περιοδ. «Νέος Ελληνομνήμων», τομ. 1ος (1904), σ. 505.
[11] Πρβλ. Β. Γκάτσος, «Η ανασυγκρότηση της Ερμιονίδας», σελ.
158-159.
[12] «Σώρα»
την ονομάζει ο Μιχαήλ Παπαβασιλείου, στο βιβλίο του «Θρύλοι και Παραδόσεις της
Ερμιόνης». Θεωρούμε πιο σωστό το όνομα «Ζώρα», γιατί στην εθνολογία τα φαντάσματα αυτά
αναφέρονται ως «Ζέρες».
Πηγή: argolikivivliothiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου