Ο Μυστικός Κόσμος Των Φυτών Στις Ελληνικές Παραδόσεις
Της Ιωάννας Τσιάκαλου
Υπάρχουν τόσα πράγματα που δεν πιάνει το μάτι, έτσι ώστε δεν μπορούμε να πούμε με καμία βεβαιότητα πως γνωρίζουμε απόλυτα τον κόσμο μας. Αυτό συμπεριλαμβάνει φυσικά και τον θαυμαστό κόσμο της χλωρίδας.
Πολύ πριν ξεκινήσει ο γνωστός πόλεμος της επιστήμης και της τεχνολογίας απέναντι στην μεταφυσική σχέση του ανθρώπου με την Φύση και τα όντα που πίστευε πως κατοικούν σε αυτή, η ύπαρξη ενός δεύτερου, παράλληλου, πράσινου κόσμου ήταν σχεδόν αυτονόητη.
Ο προ-τεχνολογικός άνθρωπος πίστευε στην ύπαρξη πνευμάτων που ήταν συνυφασμένα με τα φυτά, τους έδιναν ζωή κι ενέργεια. Πολλά από αυτά τα πνεύματα ήταν θετικά προς τους ανθρώπους, εμφανίζονταν ως προστάτες ή και ως θεραπευτές. Αρκεί, βεβαίως, εκείνοι να τιμούσαν τα προστατευόμενα φυτά τους και να σέβονταν την Φύση ως ολότητα. Όσοι δεν τηρούσαν αυτούς τους κανόνες, έρχονταν συχνά αντιμέτωποι με κάποια φριχτή τιμωρία, στην χειρίστη των περιπτώσεων με θάνατο.
Στο ένδοξο, παγανιστικό παρελθόν μας βρίσκουμε έντονα την πεποίθηση πως όλα τα δέντρα έχουν την Νύμφη τους, την Κυρά τους. Τα πανέμορφα, παιχνιδιάρικα, πολλές φορές, αυτά πλάσματα, είναι τόσο άμεσα συνδεδεμένα με τα δέντρα τους, που αν αυτά κοπούν, ξεριζωθούν ή πληγωθούν με άλλο τρόπο, ο πόνος και το αποτέλεσμα του πόνου αυτού, εξαπλώνεται πάνω τους. Δεν τους μένει άλλη επιλογή από το να τα εγκαταλείψουν ή να πεθάνουν μαζί τους.
Πιο συγκεκριμένα, η δοξασία πως η Φύση κατοικείται από πνεύματα κατεξοχήν θηλυκά, εδράζει στην παλαιά λατρεία της Μεγάλης Θεάς, της βλάστησης και του ιερού της δέντρου, της ελιάς, σε συνδυασμό με την ζωογόνα δύναμη του νερού. Αργότερα, η λατρεία έλαβε περισσότερες μορφές, πιο συγκεκριμένες και μετρήσιμες, και όταν ξεπήδησε το νέο πάνθεο από την μαρμίτα του συλλογικού νου, την θέση της Μεγάλης Θεάς πήραν η Δήμητρα, ο Διόνυσος, η Περσεφόνη και ένα σωρό ακόμα χθόνιες θεότητες, γύρω από τις οποίες μαζεύτηκαν οι Δρυάδες, οι Αμαδρυάδες, οι Ναϊάδες και οι Ορειάδες.
Το ανθρώπινο μάτι είναι εκπαιδευμένο να συλλέγει πληροφορίες και να τις κατηγοριοποιεί έτσι ώστε να φτιάχνει αρμονικά σύνολα με σκοπό να οργανώνει την πραγματικότητα σύμφωνα με τα όσα γνωρίζει. Οτιδήποτε ξένο, αναγνωρίζεται ως απειλητικό, εκδιώχνεται από την αντιληπτικότητα και καταχωνιάζεται στο ασυνείδητο, προκειμένου να μην διαταραχθεί η ησυχία του γνώριμου και του ασφαλούς.
Σκεπτόμενοι αυτό, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί, πολλές φορές, κοιτώντας ένα δέντρο βλέπουμε ένα ον παρόμοιο με άνθρωπο. Οι ρίζες μοιάζουν με πόδια, τα κλαδιά με χέρια, τα φυλλώματα με μαλλιά κοκ. Βεβαίως, αυτό δεν μας εμποδίζει από το να πάμε την σκέψη μας και λίγο παραπέρα –αν είμαστε αρκετά τολμηροί- και να υποθέσουμε πως, ίσως, κάποιες από όλες αυτές τις ριζωμένες στον συλλογικό νου πεποιθήσεις γύρω από την μυστική, μαγική ζωή των φυτών να κρύβει μια δόση αλήθειας.
Ο φόβος του άγνωστου αλλά και της ασυνέχειας και ασυνέπειας, είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία δεισιδαιμονικών δοξασιών, μερικές από τις οποίες κρατούν καλά ακόμα και σήμερα.
Για παράδειγμα, υπάρχουν ορισμένα δέντρα τα οποία θεωρούνται καταραμένα ή και «βαρύσκιωτα», στην σκιά των οποίων απαγορεύεται να κοιμηθεί κανείς, γιατί εκεί κάνουν τα συνέδριά τους οι δαίμονες ή στήνουν χορό οι νεράιδες. Ως τέτοια αναφέρονται η συκιά και η καρυδιά, ενώ και η πικροδάφνη πιστεύεται ως στοιχειωμένη σε ορισμένα μέρη, γιατί σύμφωνα με τις προλήψεις «ανεράιδες κάθονται κάτω από τις πικροδάφνες». Η κρανιά, από την άλλη, θεωρείται καταραμένη, όχι εξαιτίας κάποιου πνεύματος, αλλά γιατί οι μάγοι χρησιμοποιούσαν τις φλούδες του κορμού της και τα κουκούτσια της για να φτιάχνουν δηλητήρια.
Σε κάποια μέρη, η δεισιδαιμονική αυτή πεποίθηση είναι τόσο ισχυρή, ώστε θεωρείται ανεπίτρεπτο όχι μόνο να κοιμάται κανείς κάτω από τα εν λόγω δέντρα, αλλά και να περνάει από δίπλα τους στις δίδυμες ώρες (δώδεκα το μεσημέρι και μεσάνυχτα).
Σε πολλές περιοχές, η σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τα φυτά είναι κάτι παραπάνω από τυπική. Ξεπερνάει τα όρια του φόβου – σεβασμού και γίνεται πιο διαπροσωπική και ενεργητική. Οι άνθρωποι μιλάνε στα φυτά, τα καλοπιάνουν, τα συμβουλεύονται. Και εκείνα τους απαντούν. Ένα τέτοιο παράδειγμα βλέπουμε στην αφήγηση του Μαστρο-Χρήστου (περιοδικό Κόνιτσα, 2005) που ακολουθεί.
«Εμείς εδώ πάνω, τα δέντρα, τα χωράφια, τα σπίτια, όλα τα ζωντανά τα θεωρούμε δικούς μας ανθρώπους και τους μιλάμε… Παίρνουμε απαντήσεις από αυτά και απαντήσεις μάλιστα διάφορες. Θυμωμένες, με παράπονο, απαντήσεις λογιών-λογιών, που μας βάζουν στο σωστό ντορό (δρόμο) της ζωής. Για μας αυτά τα πράγματα, η φύση, όλα γύρω-γύρω έρχονται κοντά μας σαν φίλοι, αλλά καμιά φορά τσακωνόμαστε και φεύγουν σαν εχθροί. Έπειτα σκεφτόμαστε πιο ψύχραιμα εμείς και τα ξαναπλησιάζουμε με το μαλακό, γιατί λογαριάζουμε ότι η φύση (δέντρα, φυτά, ζώα, πράγματα…) ποτέ δεν έχει άδικο ή δε θέλει το κακό του ανθρώπου».
Εκτός από την πεποίθηση πως το εκάστοτε κομμάτι χλωρίδας συνοδεύεται από το πνεύμα του, κυριαρχεί και η άποψη πως το κάθε φυτό, είτε είναι βότανο, είτε λουλούδι, είτε δέντρο, έχει τη δική του συμβολική γλώσσα. Ο συμβολισμός των ανθών και των βοτάνων έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά της ελληνικής παράδοσης. Συνήθως, η σημασία που τους αποδίδεται, χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: εκείνη που αφορά το άρωμα και εκείνη που αφορά το χρώμα.
Τα άνθη με απαλό χρώμα, συνήθως εκφράζουν τρυφερά συναισθήματα, ευλάβεια, σεβασμό ή πόνο. Τα έντονα χρώματα, από την άλλη, συνδέονται με έντονα συναισθήματα, πχ πάθος, ή ζήλια. Συγκεκριμένα, το λευκό είναι το χρώμα της αθωότητας, το κόκκινο του έρωτα, το ιώδες του πένθους ή της αφοσίωσης, το κίτρινο της χαράς και του πλούτου, το πράσινο της αισιοδοξίας και της αναγέννησης, το καφέ της δυσπιστίας κοκ.
Ο κατάλογος των συμβολισμών των φυτών είναι ατελείωτος, διασώζεται σε πολλές παροιμίες, δημοτικά τραγούδια, παραμύθια, χρονικογραφήματα και έρευνες. Ένα παράδειγμα, είναι το γιασεμί, το οποίο είναι κατεξοχήν σύμβολο αγνότητας, λόγω της γλυκιάς μυρωδιάς και του χιονόλευκου χρώματος. Η ανεμώνη, από την άλλη, συμβολίζει τα νιάτα και την ομορφιά που μαραίνεται γρήγορα. Ο δαύκος, ή αλλιώς λουλούδι της ντροπής, κάποτε, όπως λέγεται, ήταν βυσσινοκόκκινο, μα πλέον είναι κιτρινόλευκο και κρατά μόνο στο κέντρο του μερικούς κόκκινους στήμονες, γιατί ξεβάφει καθώς χάνεται από τον κόσμο η ντροπή. Η λυγαριά σημαίνει χαρά που προκύπτει από μια συναναστροφή, η αρμπαρόριζα συμβολίζει την αδιάσπαστη φιλία, ενώ το κλωνάρι της κερασιάς την καλή ανατροφή.
Βέβαια, η γλώσσα των λουλουδιών υπεισέρχεται και στον ονειρικό χώρο. Παραδείγματος χάριν, η μυρσίνη στα όνειρα εξηγείται ως σταθερότητα αισθημάτων, ενώ, σύμφωνα με την λαϊκή ρήση: «Αν δεις στον ύπνο σου μπουκέτο, ό, τι επιθυμείς, περίμενέ το».
Με την εδραίωση του Χριστιανισμού, η λατρεία του φυτικού κόσμου δεν διαλύθηκε, όπως θα περίμενε κανείς, πήρε όμως νέα μορφή, υπό την αιγίδα της νέας θρησκείας.
Κάποια δέντρα διατήρησαν τον βαρύ τους ίσκιο, όπως η καρυδιά, η κουτσουπιά και η συκιά, λόγω του φερόμενου απαγχονισμού του Ιούδα. Άλλα κατάφεραν να κρατήσουν την καλή τους φήμη, ή να την διεκδικήσουν εκ νέου, όπως η ελιά, η οποία πέρασε στη νέα θρησκεία ως ευλογημένο δέντρο, σύμβολο ειρήνης και νίκης, ή η πικραμυγδαλιά, που στέφθηκε «δέντρο της Παναγίας». Ακόμα ένα παράδειγμα του βαπτίσματος της νέας λατρείας είναι η πεποίθηση πως ο πλάτανος είναι ευλογημένος, καθώς ο Χριστός ξαπόσταινε συχνά στη σκιά του κατά τη διάρκεια του έργου του.
Πάντως, υπό όποια θρησκεία ή λατρεία κι αν τελεί η ελληνική παράδοση, ο κόσμος των φυτών διατηρεί την μαγική του αίγλη. Είτε πρόκειται για αρχαίους μύθους, είτε για νεότερες λαϊκές πεποιθήσεις, η μυστικιστική αύρα που τυλίγει την χλωρίδα σε όλες τις εκφάνσεις της, παραμένει ορατή. Ελαφρώς αλλαγμένη, αμυδρά μεταμφιεσμένη, μα ολοζώντανη.
Πηγή:
Δένδρα, Φυτά, Άνθη, στον λαϊκό πολιτισμό των νεώτερων Ελλήνων, Μαρία Μηλίγκου Μαρκαντώνη
weirdsides.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου