Τσάκωνες – ιστορία, διάλεκτος, ενδυμασία
Οι Τσάκωνες είναι πληθυσμιακή ομάδα, τα μέλη της οποίας μιλούν μία ξεχωριστή νεοελληνική διάλεκτο την Τσακωνική. Είναι εγκατεστημένοι στην ανατολική Πελοπόννησο, στην επαρχία Κυνουρίας. Η περιοχή εξάπλωσής τους καλύπτει ένα τμήμα των ορεινών του Πάρνωνα και των κοντινών ακτών του Αργολικού κόλπου και περιλαμβάνει τις κωμοπόλεις Λεωνίδιο και Τυρό και τα χωριά Πραστός, Καστάνιτσα, Άγιος Ανδρέας, Σίταινα, Πέρα Μέλανα, Σαπουνακαίικα, Παργματευτής και Βασκίνα.
Ιστορικά στοιχεία
Σύμφωνα με το χρονικό της Μονεμβασίας οι Τσάκωνες προέρχονταν από πληθυσμούς της Λακωνίας που κατέφυγαν στα ορεινά του Πάρνωνα κατά τη διάρκεια των Αβαρο-Σλαβικών επιδρομών στην Πελοπόννησο στα τέλη του 6ου αιώνα. Σύμφωνα με το ίδιο κείμενο στην προέλευσή τους οφείλεται και το όνομα Τσάκωνες το οποίο αποτελεί παραφθορά του Λάκωνες. Έδρα της ορεινής τους κοινότητας έγινε ο Πραστός, ενώ το πρώτο χωριό των Τσακώνων για το οποίο εμφανίζονται αναφορές στα τέλη του 13ου αιώνα είναι η Καστάνιτσα. Οι Τσάκωνες ήταν κυρίως κτηνοτρόφοι και χτίστες. Ως χτίστες μάλιστα απέκτησαν μεγάλη φήμη και έγιναν περιζήτητοι ακόμα και μακριά από τον τόπο τους.
Έδωσαν το παρόν στην επανάσταση του 1821, κατά τη διάρκεια της οποίας κάηκε από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ η πρωτεύουσά τους, ο Πραστός, το 1826. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας πολλοί Τσάκωνες μετακινήθηκαν στις κοντινές παραθαλάσσιες περιοχές με αποτέλεσμα νέα πρωτεύουσά τους να γίνει το Λεωνίδιο. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας τα Τσακωνοχώρια μοιράστηκαν αρχικά μεταξύ των δήμων Λιμναίων, Βρασιών και Σιταίνης ενώ μετά το 1840 μεταξύ των δήμων Λιμναίων (που είχε έδρα το Λεωνίδιο) και Βρασιών (που είχε έδρα τον Πραστό).
Η τοπική διάλεκτος δεν στηρίχθηκε από την ελληνική πολιτεία και ο αριθμός των ομιλητών της άρχισε να φθίνει. Σήμερα υπάρχουν λίγοι κυρίως ηλικιωμένοι ομιλητές της Τσακώνικης διαλέκτου. Αν και οι κάτοικοι των Τσακωνοχωρίων είναι 8.122, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, οι ομιλητές της διαλέκτου υπολογίζονται σε λιγότερους από 2.500. Οι περισσότεροι είναι ομιλητές του νότιου ιδιώματος της διαλέκτου και συναντώνται κυρίως στον Τυρό, τα Πέρα Μελανά, τα Σαπουνακαίικα και την Βασκίνα.
Υπάρχουν τρεις βασικές προτάσεις για την ετυμολογική προέλευση του τοπωνυμίου:
- Τσάκωνες < *Εξω-Λάκωνες, που βασίζεται στην υπόθεση ότι πρόκειται για λαό τής «εξωτερικής Λακωνίας». Οι περισσότεροι ερευνητές δέχονταν αυτή την πρόταση, στηριζόμενοι στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ο Κ. Άμαντος. Έχει εντούτοις επισημανθεί ότι δεν μαρτυρείται λαός ή τοπωνύμιο *Εξω-Λάκωνες / *Εξω-Λακωνία και ότι η παρουσία των Τσακώνων στην Αρκαδία θα καθιστούσε δύσκολη αυτή την ονομασία. Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι οι ομιλητές δεν χρησιμοποιούσαν για τον εαυτό τους αυτόν τον προσδιορισμό ή τον έμαθαν από εξωτερική επίδραση.
- Τσάκωνες < τράχων, -ωνος «δυσπρόσιτος και τραχύς τόπος», πρόταση που παρουσίασε ο Χ. Συμεωνίδης (1972). Ωστόσο, η εικαζόμενη τροπή /tr/ > /ts/ είναι φωνητικά δυσχερής και αντιτίθεται στις προϋποθέσεις λειτουργίας τού νεοελληνικού τσιτακισμού.
- Τσάκονες < διάκονες / διάκονοι, όπως αποκαλούνταν οι βοηθητικοί στρατιώτες με ελαφρύ οπλισμό που είχαν αποσταλεί στην Πελοπόννησο τον 8ο αιώνα. Την άποψη αυτή πρότεινε ο Στ. Καρατζάς (1976) και φαίνεται να έχει ισχυρότερη βάση από τις προηγούμενες.
Αν ισχύει η τελευταία πρόταση, το εθνωνύμιο θα έπρεπε να γράφεται με -ό-: Τσάκονες, όπως και το αντίστοιχο τοπωνύμιο: Τσακονιά.
Δείγμα τής διαλέκτου
Το καβγί με τα νορά «Το παιδί με την ουρά» (παραμύθι)
Στο χωρίο ναμ’ γεννάτ’ ένα καβγί (< *καρπίον) σερνικού. Το καβγί έντα ’τανι ’ποπίσω νορά. Μέρα νούτ‘α κράντα ’τάνι. Όντε ’τα κράντα το καβγί, μεγαλώντα, φουσκώντα ’τάνι από το κράψιμο. Το καβγί ήταν δράκο αδρειωμένε. Θέντα ’τάνι νι πάρ’ ο μπαμπά σ’, νι ’ι βάλει στο δισάτš’ τšαι να βγάει να γυρίσ’ το χωρίο από τέσσερ’ άκρε, να ’ι σταυρώσ’ τšαι να φωνιάτσ’ από τρει βολέ: «Δράκο γεννάτ’!» Τήνοι δίντε ’τα νι μάκο, αφιόνι, να κασεί. Μä μέρα πη ’τα κράντα πολύ το καβγί, ο μπαμπά σ’ δωκώ ’τα νι λίγου πολιότερε τšαι το καβγί φαρμακωμένε ’ταρ.
Απόδοση
Στο χωριό μας γεννήθηκε ένα παιδί αρσενικό. Το παιδί είχε από πίσω ουρά. Μέρα νύχτα έκλαιγε. Όταν έκλαιγε το παιδί, μεγάλωνε, φούσκωνε από το κλάμα. Το παιδί ήταν δράκος ανδρειωμένος. Ήθελε να το πάρει ο πατέρας του, να το βάλει στο δισάκι και να το βγάλει να το γυρίσει στο χωριό, στις τέσσερις άκρες (του), να το σταυρώσει και να φωνάξει τρεις φορές: «Δράκος γεννήθηκε!» Εκείνοι του έδιναν μήκωνα, αφιόνι, για να κοιμηθεί. Μια μέρα που έκλαιγε πολύ το παιδί, ο πατέρας του τού έδωσε λίγο περισσότερο και το παιδί φαρμακώθηκε.
Το γάμο τα Μαρούα «Στον γάμο τής Μαρούλας» (αφήγηση, από Δ. Λάτση, Ημερολόγιον τσακωνικόν τού έτους 1896, διορθωμένο από τον Αθ. Κωστάκη)
Εζάκαϊ (*εδιάβ(η)κασι, ρ. διαβαίνω) τ‘ον άγιε, σ’ εστεφανούκαϊ, τσ’ από τσι σ’ έκατσ’ούκαϊ του τσουφάλε σου με κουφέτε χοντροί από το δίσκο τσ’ ετσαφήκαϊ (< αφήκασι) κ‘αμπόσοι κουμπούρε, εμπαήκαϊ από τον άγιε Στράκηγο τσ’ αρχιñίαϊ dίντε τα βιολjία. Α Μαρούα έκι καμαρούνα. «Μα για ξείκα, Τζελjίνα, καμάžι π‘οι ñ’ εν’ έχα α ñύιθη», εκ’ αούα α Γιωργού. Έκι α τύχη σι να καοτσιτάτσει. Μαγάžι να ’γκι καοτσυτέντε έτρου τσ’ οι σατέρε νάμου…
Απόδοση
Πήγαν στην εκκλησία, τους στεφάνωσαν και αφού τους έσπασαν τα κεφάλια τους με κουφέτα χοντρά από τον δίσκο και έριξαν καμπόσες κουμπουριές, βγήκαν από τον άγιο Στρατηγό και άρχισαν να παίζουν τα βιολιά. Η Μαρούλα καμάρωνε. «Μα για κοίτα, Αγγελίνα, καμάρι που το ’χει η νύφη», έλεγε η Γιωργού (η γυναίκα τού Γιώργου). Ήταν η τύχη της να καλοπέσει. Μακάρι να καλόπεφταν έτσι και οι θυγατέρες μου…
Οι Τσάκωνες έχουν διατηρήσει στους αιώνες τον αρχαίο χορό Τσακώνικο, ο οποίος χορεύεται ως και σήμερα. Χορεύεται φορώντας την Τσακώνικη φορεσιά και ακολουθεί ιστορικά τους Τσάκωνες από την εποχή ακόμη της Ελληνικής Μυθολογίας.
Τσακώνικη ενδυμασία
Η Τσακώνικη φορεσιά έχει κύριο χαρακτηριστικό τον τζουμπέ – το μακρύ πλούσιο εξωτερικό ένδυμα. Οι γυναίκες που φορούν το κόκκινο ζιπούνι-τζουμπέ ονομάζονται Τζουμπελούδες. Τη φορεσιά αποτελούσαν πολύτιμα (μεταξωτά, βελούδινα, χρυσοΰφαντα) και μάλλινα υφάσματα.
Η ενδυμασία ανδρών και γυναικών διέφερε ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθένα: οι περισσότεροι εύποροι διέθεταν ανάλογα μεγάλα ποσά και για την ενδυμασία τους. Στην περιοχή του Τυρού, οι άνδρες λόγω του ναυτικού επαγγέλματος, που στην πλειονότητα τους ακολουθούσαν, φορούσαν τη νησιώτικη βράκα (κυκλαδική).
Γυναικεία ενδυμασία
Υποκάμισο (΄Ογκιουμα) – το υποκάμισο ήταν δύο φύλλα με ένα κομμάτι στο πλευρό, στη ραφή, για πλάτος. Τα ράβανε στο ίσιο με τη ραφή της φρεντής. Κρατούσαν δηλαδή και τα δύο φύλλα στο ένα χέρι και περνούσαν μια βελονιά στο ένα και μία στο άλλο φύλλο. Το πλάτος, σούρα στη μασχάλη. Έτσι, χωρίς κόψιμο, έραβαν και τα μανίκια. Για τα μανίκια έβαζαν ένα πλάτος. Τα έκαναν μακριά και πλατιά. Ίδια έκαναν και την κιλότα (βρατσί). Δεν έφτανε το πλάτος και πρόσθετα κομμάτι.
Φόρεμα (Βραχάνι) – Για τη φούστα έβαζαν τέσσερα-πέντε φύλλα. Τα έραβαν στο χέρι. Το μάκρος έως τους αστραγάλους. Στη μέση ήταν μαζεμένο ίσα με τη μέση της γυναίκας που θα το φορούσε. Το επανωκόρμι ήταν γιλέκο, ίσα-ίσα, χωρίς μανίκια και στη μασχάλη γύρω-γύρω ανοικτό. Το πίσω μέρος είχε δύο εξώραφα. Από τη μέση του μανικιού, πήγαιναν καμπύλη, ως τη μέση (του φουστανιού). Το γιορτιάτικο, μια μεσόκοπη το έκανε μπροστά ανοικτό πολύ, ως κάτω από το στήθος. Και έτσι, ώστε να σηκώνει το στήθος και να φαίνεται και το μεταξωτό πουκάμισο που ήταν γαζιά-γαζιά.
Τζουμπές (Ντζουμπές) – Οι γυναίκες την εορτή φορούσαν τον τζουμπέ. Όταν λέμε «τζουμπές», εννοούμε όλη την ενδυμασία. Στην πραγματικότητα όμως, δεν ονομάζουμε παρά μόνο ένα κομμάτι από όλη την ενδυμασία. Γιατί μόνον το κόκκινο τσόχινο ζιπούνι ονομαζόταν τζουμπές. Τα άλλα κομμάτια ονομάζονταν διαφορετικά καθένα. Το σκέτο φουστάνι ήταν από λινομέταξο ύφασμα, πλατύ σαν το σύνηθες και μακρύ με σούρα και καθρέφτη στο πανωκόρμι. Είχε μανίκια όμως μακριά και το έραβαν μόνες τους. Μια γαρνιτούρα είχε, κάτω-κάτω να ράψουν σιρίτι καφέ ή μαύρο ή άλλο ένα 10-12 δάκτυλα πιο πάνω, και το ίδιο στα μανίκια και το λαιμό. Για να δείχνει έβαζαν 2 σειρές.
Κουτουνί – Έτσι το έλεγαν από το ύφασμα. Εκείνο (ύφασμα) το έφερναν από τα ξένα. Το ράψιμό του ήταν ίσιο αλλά το έραβε ο τερζής (μάστορας).
Ατλάζι (Ατιλάζι) – Το ατλάζι ήταν το ίδιο φόρεμα, αλλά από μεταξωτό ατλάζι, πράσινο ή κίτρινο, και αυτό όπως το κουτουνί, το αγόραζαν από την ξενιτιά. Το κουτουνί, το ατλάζι, τον τζουμπέ, τις καπότες, τα σορκάδια, τις πατατούκες, τις σκάλιτσες, τα έραβε ο τερζής (ράφτης χοντρών μάλλινων υφασμάτων). Στο κουτουνί και το ατλάζι, έβαζαν και ποδόγυρο, δέκα-δώδεκα δάκτυλα από κόκκινη τσόχα του τζουμπέ.
Το πουκάμισο δεν φαινόταν καθόλου και εμπρός που ήταν ανοικτό το φουστάνι έβαζαν το στηθούρι (ένα κομμάτι σαφί άσπρο ή αχυρί). Μανίκια δεν είχε. Έβαζαν όμως μέσα από τον τζουμπέ το μακρυμάνικο.
Μακρυμάνικο (Μακρζιμάνικο) – Ήταν ένα μπλουζάκι, αλλά χωρίς μέση και ανοικτό εμπρός με μανίκια μακριά και πλατιά, και ήταν από στόφα. Αυτό το έραβαν οι πλούσιες. Είχαν μαζί τους και μαντήλια μεταξωτά, ένα στη μέση, και άλλο στη μασχάλη, και άλλη, μεγαλύτερο, που το έβαζαν στο λαιμό – το σπαλέτο. Ένα ατλάζι το ζητούσε και μία κατωτέρα για να ντυθεί νύφη (το είχαν σε καλό να τύχαινε να το ζητήσουν για να ντυθεί η νύφη). Η ενδυμασία αυτή για το χειμώνα είχε και ένα τσόχινο μαύρο μακρυμάνικο. Κάλτσες φορούσαν βαμβακερές και παντοφλάκια βελούδινα, κόκκινα, πράσινα, θαλασσιά. Έβαζαν και ζωνάρι από στόφα και ασημένιες πόρπες.
Φέσι – Στον τζουμπέ το φέσι το τύλιγαν με τις κοτσίδες και η φούντα πήγαινε στο πλάι. Κάθε νοικοκυρά και να ήταν εργατική, άμα περνούσε τα πενήντα, φορούσε στις εορτές (άμα ήθελε), τον τζουμπέ της. Σαν έπαιρνε σειρά η κόρη, η μητέρα, εάν μπορούσε (οικονομικώς) έκανε γούνα (παλτό). Ήταν μακριά ως τα πόδια και πλατιά. Επίσης την έραβε ο τερζής.
Στους υστερότερους χρόνους όποια ήθελε έκανε γούνα (παλτό). Αυτή ήταν το επίσημο ένδυμα.
Το καθημερινό τους ντύσιμο ήταν διαφορετικό. Την καθημερινή φορούσε ένα απλό φουστάνι. Στο επάνω (κορμό) ίσα-ίσα, κούμπωνε με κόπιτσες σειρά-σειρά. Το κάτω ήταν με τέσσερα φύλλα πλάτος και μάκρος έως τον αστράγαλο. Στο κεφάλι αργότερα, φορούσαν αντί για φέσι, ένα γεμενί (μαντήλι), το οποίο έπαιρναν από την Πόλη, την Σύρα, την Σμύρνη…
Κόμμωση: Συνηθίζονταν τα μακριά μαλλιά με χωρίστρα στη μέση που έφτανε μέχρι πίσω. Μπροστά ήταν κατεβασμένα μέχρι τις άκρες των φρυδιών και σκέπαζαν τον μισό αυτί και πίσω από αυτό έπλεκαν μία κοτσίδα (πλεξούδα) – μια αριστερά και μία δεξιά. Στην συνέχεια τις έδεναν σταυρωτά στην κορυφή του κεφαλιού, μετά τις γύρναγαν πίσω και τις έδεναν ξανά.
Ανδρική ενδυμασία
Η ανδρική ενδυμασία αποτελείτο από το απλό φέσι, το μαντηλάκι, το ολόλευκο πουκάμισο, το μπλε ή μαύρο γιλέκο, το σελάχι, δύο ή τρία μεταξωτά χειρομάντηλα, την ολόλευκη φουστανέλα, το ολόλευκο στενοβράκι, τις μπλε τσόχινες σκάλιτσες με τα μεταξωτά, τα μπλε κορδόνια, την άσπρη κάλτσα και τ’ αρβανίτικο τσαρούχι.
Το φέσι – Το φέσι το φορούσαν κατά το αριστερό μέρος ή και προς το άλλο. Χτενίζονταν έτσι, ώστε μερικά μαλλιά να μένουν έξω από το φέσι και τα έστριβαν στο τέλος έξω από το φέσι. Όλη η ομορφιά εστηρίζετο στα μαλλιά.
Το Υποκάμισο (Όγκιουμα) – Το υποκάμισο ήταν από λευκασμένο ύφασμα κάτω με άρραφτες δίπλες για να δίνει πλάτος και στη μέση ζωνάκι, τρία-τέσσερα δάκτυλα φάρδος ίσα-ίσα με τη μέση τους. Το επάνω μέρος οι ραμμένες πιέτες το έφερναν ίσα-ίσα με τον κορμό και κούμπωνε με κουμπιά. Είχε μανίκια μακριά σε όλο το πλάτος. Τα μανίκια άφηναν να φαίνεται το πλεκτό μανικέτι. Στις στροφές του χορού, όταν σήκωνε ο χορευτής το χέρι του, θα έπεφτε το μανίκι και θα φαινόταν το πλεκτό. Είχε δηλαδή μία δύο φανέλες υφαντές με πλεκτά μανικέτια που έφθαναν μέχρι τον αγκώνα. Τα έπλεκαν με ψιλό νήμα. Σχεδιάζανε φύλλα και ολόκληρο άνθος ή ό,τι άλλο εσκέπτετο κάθε μία για τον άνδρα της που θα το φορούσε με την φουστανέλα και θα χόρευε κάνοντας φιγούρες για να δείξει τη φορεσιά.
Το Γιλέκο (γελέκο) – Το γιλέκο ήταν από τσόχα μπλε. Το σιρίτι ήταν η μόνη του γαρνιτούρα, γύρω-γύρω, ήταν στερεωμένο με το ράψιμό του, όπως σε κάθε ραφή ράβανε σιρίτι, 1-2 δάκτυλα πιο μέσα ράβανε και άλλη σειρά. Εμπρός κάνανε κεντήματα με σιρίτι, και κουμπιά με μετάξι. Στην μασχάλη βάζανε μαντήλι μεταξωτό, όπως και στο σελάχι. Κάτω φορούσαν το στενοβράκι και από έξω τη φουστανέλα. Η χάρη στη φουστανέλα ήταν να έχει πολλές λόξες (φύλλα) και να είναι καλοσιδερωμένη. Υπήρχε φουστανέλα με 200-300 λόξες. Ανάλογα με το βάρος της κάθε μία ήταν δύο ή τέσσερα κομμάτια και τα ένωνε την ώρα που τα φορούσε, ίσαμε τη μέση του. Μία φουστανέλα ήταν καλή, όταν σκέπαζε το γόνατο και δεν άνοιγαν οι πιέτες.
Το στενοβράκι (στενοβράτσι) – Όσο πιο στενό ήταν, τόσο για πιο καλό το έλεγαν.
Τσαρούχι αρβανίτικο – Το αγόραζαν από έξω (Πόλη, Σύρα, κλπ).
Σκάλιτσα – Από έξω φορούσαν τις σκάλιτσες. Τις έκαμαν από τσόχα μπλε και κούμπωναν με κόπιτσες. Για να είναι στέρεες τις έδεναν με κορδόνι μάλλινο ή μεταξωτό, κάτω από το γόνατο και με τις άκρες απ’ έξω. Ένα παιδόπουλο δεν φορούσε σκάλιτσες αλλά έδενε τα κορδόνια.
Σορκάϊδι – Το έκαναν από μάλλινο μαύρο υφαντό. Ήταν σαν γιλέκο, αλλά εμπρός εσταύρωνε και είχε κόπιτσες και από τα δύο μέρη. Τις σκάλιτσες, το γιλέκο, το εσορκάδι, τα έραβε ο τεχνίτης. Τα άλλα τα έραβαν μόνοι τους. Στη μεγάλη ψύχρα αντί γιλέκο φορούσαν το πισομάνικο.
Πισομάνικο (Κισομάνικο) – Το πισομάνικο ήταν σαν το γιλέκο, αλλά είχε μανίκια ραμμένα κατά το ήμισυ, για να περνά το χέρι άμα ήταν κρύο ή το έριχνε πίσω, περνώντας το χέρι από το άνοιγμα.
Μανικοκάπι – Το μανικοκάπι ήταν σαν το σορκάιδι και είχε μανίκια σαν το πισομάνικο. Κούμπωνε με κουμπιά ως πάνω και στο ρεβέρ είχε μύτη και έκλεινε με κουμπιά. Εκεί πάνω κάνανε κεντήματα. Ήταν σχεδόν πάντα κλειστό.
Σελάχι – Ήταν δερμάτινο με πλάτος 10-12 δάκτυλα, με θήκη για το χαρτζιλίκι, το μαχαιράκι, τα σπίρτα, τον καθρέπτη, την τσατσάρα, καμιά κουμπούρα, καμιά φορά και το ψωμί τους. Στην μέση τους (το σθιλάχι) στερεωνόταν στη λωρίδα του. Απαραίτητο ήταν στους τσοπάνηδες, από τους άλλους (φορούσε) όποιος ήθελε. Όποιος φορούσε φουστανέλα, φορούσε σελάχι. Την καθημερινή για τσαρούχι φορούσαν λαδιές, δηλαδή τσαρούχια που τα έφτιαχναν μόνοι τους. Κάλτσες δεν φορούσαν το χειμώνα, εκτός από πλεκτές. Οι τσομπάνηδες στο κρύο φορούσαν σορκάδι μέσα από την πουκαμίσα. Κι έξω με τα ζώα, στο βουνό, την καπερώνα.
Καπερώνα – Ήταν από μάλλινο υφαντό άσπρο ή μαύρο. Το έραβε ο τεχνίτης. Ίσο φύλλο το πίσω και δύο φύλλα το εμπρός. Μανίκια είχε μακριά και πλατιά, και στο μάκρος να σκεπάζει το γόνατο. Ήταν και με κουκούλα για το κεφάλι.
Πηγή:
el.wikipedia.org
prastos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου