...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Χορευτική Χρονιά

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

Eπαγγέλματα που χάθηκαν στο χρόνο

 Eπαγγέλματα που χάθηκαν στο χρόνο




Ο μπακάλης

Για περίπου 30 χρόνια, από την λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του `70, τη ραχοκοκαλιά του λιανικού εμπορίου, αποτελούσαν αποκλειστικά τα οικογενειακά παντοπωλεία και τα μπακάλικα της γειτονιάς. Περίπου 32.000 μικρά καταστήματα καταγράφονται διάσπαρτα στην επικράτεια της χώρας το 1977, τα οποία εμπορεύονταν τρόφιμα (εκτός από κρέατα & ψάρια), μη αλκοολούχα ποτά και είδη οικιακής χρήσεως ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις συνοδεύονταν και από κάποιο καφενείο ή μια ταβέρνα.

Ο παγωτατζής 

Ο παγωτατζής με το άσπρο καπελάκι και την άσπρη ποδιά του ήταν γραφικός, ευχάριστος και ο πιο αγαπημένος πλανόδιος μικροπωλητής για τα παιδιά. Την πρώτη εμφάνισή του την έκανε την Άνοιξη, τις μέρες του Πάσχα και σταματούσε το φθινόπωρο με την εμφάνιση των καστανάδων, αν και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν οι ίδιοι, διότι έκαναν παράλληλα και δεύτερο εποχιακό επάγγελμα. Το παλιό καροτσάκι του παγωτατζή ήταν σωστό κομψοτέχνημα, με το ωραίο σκέπαστρο, τις παραστατικές ζωγραφιές και τα διάφορα σχέδια που κοσμούσαν τις πλευρές του. Με το τρίτροχο ποδήλατο ή το μηχανοκίνητο καροτσάκι έκανε την εμφάνισή του και διαλαλούσε το παγωτό του όπου σύχναζε πολύς κόσμος.

Ο τσαγκάρης

Ο τσαγκάρης της δεκαετίας του 70 ήταν χωμένος σε ένα σωρό από παπούτσια και η δουλειά του ήταν πραγματική τέχνη! Δεν υπάρχει σήμερα γιατί τα παπούτσια μας δεν χρειάζονται … παρά μόνο καινούργια τακούνια. Τότε όμως έκανε τα πάντα! Άνοιγε τα στενά με τα καλαπόδια του, άλλαζε χρώματα, έραβε τα ανοιγμένα και γενικά επιδιόρθωνε τα πάντα μια και πριν πετάξουμε τα παπούτσια μας … πάντα τα πηγαίναμε στον τσαγκάρη !!!

Ο γανωτής (καλαντζής)

Κουβαλώντας στην πλάτη του τα εργαλεία της δουλειάς, συνήθιζε να καλεί με την τραχιά από το παίδεμα φωνή του, τις νοικοκυρές να φέρουν τα μπακίρια τους για γάνωμα. Τα χάλκινα οικιακά σκεύη, όπως τα ταχριά, τα καζάνια, τα κουτάλια, τα πιρούνια χρειάζονταν, συχνά πυκνά, γαλβανισμό και στίλβωμα με κασσίτερο, ή αλλιώς γάνωμα. Όταν προέκυπτε πελατεία, ο γανωτής, έστηνε την γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού, έλιωνε τον κασσίτερο, κι αφού καθάριζε καλά το σκεύος, άλειφε το εσωτερικό του με σπίρτο και το έτριβε με κουρασάνι (τριμμένο κεραμίδι). Στη συνέχεια, κράταγε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησιαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι (κασσίτερος) πάνω στο χάλκωμα. Το άπλωνε σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα και στη συνέχεια το βουτούσε σε μια λεκάνη με κρύο νερό, που του έδινε η νοικοκυρά του σπιτιού. Το τελικό σκούπισμα γινόταν με βαμβάκι ώστε να αποκτήσει το σκεύος την απαραίτητη γυαλάδα. Το «γάνωμα», το οποίο επιβαλλόταν για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, προσέφερε πελατεία ολόκληρο το χρόνο.
Αν και το επάγγελμα του γανωτή ακολούθησαν πολλοί τεχνίτες στη συνέχεια, οι πρώτοι που το εξάσκησαν ήταν οι τσιγγάνοι. Σήμερα βέβαια τον χαλκό αντικατέστησε το ανοξείδωτο, ή και το πιο σύγχρονο κεραμικό, οπότε η επικασσιτέρωση είναι περιττή. Τα λίγα εναπομείναντα τέτοια σκεύη, που κληροδοτήθηκαν στις νεότερες γενιές, κρεμιούνται σε τοίχους ή κοσμούν τις βιτρίνες, κυρίως  εξοχικών κατοικιών

Η μοδίστρα

Tο επάγγελμα της μοδίστρας που ερχόταν στο σπίτι για να μας «ράψει» μπορεί να χάθηκε στο χρόνο αλλά έχει αφήσει αναμνήσεις που συμπληρώνουν τα παιδικά μας χρόνια... Ερχόταν για να ράψει τα βαριά ή τα καλά μας ρούχα για τις γιορτές και απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να …πιάνουν τα χέρια της...
Ο γαλατάς 
Στη δεκαετία του 1950 οι τελευταίοι πλανόδιοι γαλατάδες που διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους με τη λέξη «γαλατάς!» ή μόνο την κατάληξη «τας!», μετέφεραν το γάλα σε μεταλλικά κυλινδρικά δοχεία και το μοίραζαν στις γειτονιές χύμα σε οκάδες ή δράμια. Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 η διάθεση του γάλακτος άρχισε να γίνεται σε γυάλινες φιάλες κάθε πρωί στις διάφορες γειτονιές με διάφορα μέσα, ποδήλατα ή τρίκυκλες μοτοσικλέτες, όπως συνεχίζεται σήμερα η διάθεση των φιαλών γκαζιού. Όμως μετά από μια σειρά αγορανομικών διατάξεων στη δεκαετία του 1970 απαγορεύθηκε και ο τρόπος αυτός της πλανόδιας διάθεσης, προκειμένου να διασφαλισθεί περισσότερο η ποιότητα και η υγειονομική ασφάλεια των προς διάθεση γαλακτοκομικών προϊόντων, με περιορισμό τόσο στο χρόνο της διάθεσης, (ημερομηνία λήξης), όσο και από συγκεκριμένα μόνο καταστήματα που είναι εφοδιασμένα με κατάλληλα ψυκτικά μέσα.
Ο αγωγιάτης
Οι αγωγιάτες, που επονομάζονταν και “κιρατζήδες”, είναι οι “πρόδρομοι” των αυτοκινητιστών. Μετέφεραν τα εμπορεύματα ή διακινούσαν τους ταξιδιώτες με άλογα και συχνότερα με μουλάρια. Λόγω των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς μέχρι τη δεκαετία του 1930 και σε μερικές περιοχές μέχρι τη δεκαετία του 1950.
Ο βαρελάς

Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. Οι αποθήκες παλιά ήταν γεμάτες με βαρέλια κλπ.

Ο γυρολόγος (Πραματευτής)

Οι έμποροι αυτοί μετέφεραν το εμπόρευμά τους στους ώμους ή πάνω στο υποζύγιο που τους συνόδευε. Οι χαλβατζήδες που έφτιαχναν το χαλβά και οι σαλεπιτζήδες που έβραζαν και πουλούσαν το ζεστό σαλέπι, ήταν χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της πρώτης κατηγορίας. Αντίθετα οι γαλατάδες, οι πλανόδιοι υφασματέμποροι (ή “μπασματζήδες”) που εφοδίαζαν τα χωριά της αγροτικής περιφέρειας, οι “μπαχτσαβάνηδες”, που καλλιεργούσαν και πουλούσαν τα λαχανοπωρικά, καθώς και άλλοι πλανόδιοι έμποροι, μετέφεραν τα προϊόντα τους με το γαϊδουράκι, που έφερε το φορτίο του μέσα σε ειδικά κοφίνια.
Οι “μπαχτσαβάνηδες” που ονομάζονταν και “περιβολάρηδες” καλλιεργούσαν τα οπωρολαχανικά τους στα περιβόλια τους και τα διέθεταν στους εμπορομανάβηδες, ή τα πουλούσαν μόνοι τους στις συνοικίες.
Ο ζευγάς

Οι ζευγάδες αναλάμβαναν το όργωμα, τη σπορά και τη συγκομιδή των χωραφιών. Οι ζευγάδες όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν δύο βόδια ή μουλάρια (τα “ζευγαρόβοδα”). Κάποιες φορές οι ίδιοι, εκτός από τα δικά τους χωράφια, όργωναν κι έσπερναν και τα χωράφια άλλων κατοίκων και αμείβονταν επιπλέον, επειδή διέθεταν την τέχνη τους αλλά και τη “συρμαγιά” (δηλαδή τα βόδια και το αλέτρι). Σήμερα ο ζευγάς έχει εξαφανιστεί, αφού το όποιο όργωμα γίνεται πια με μηχανικά μέσα.
Ο καλαθοποιός

Σε περιοχές που αφθονούσαν οι λυγαριές, οι μυρτιές, οι σφάκες (πικροδάφνες) και τα καλάμια, ευδοκίμησε και το επάγγελμα του καλαθοποιού. Από τις μυρτιές και κυρίως από τις λυγαριές οι καλαθοποιοί αποσπούσαν μακριές βίτσες με το τσερτσέτο (ειδικό μαχαίρι) και έκαναν τους σκελετούς για να πλέξουν με τα σχισμένα καλάμια καλάθια, κοφίνια, ψαροκόφινα και άλλα, ενώ μόνο με τις βίτσες έπλεκαν στουπιά για τυρί, κόφτες για τη μεταφορά των σταφυλιών κ.ά.

Ο καρεκλάς

Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα άγρια συνήθως δέντρα και με τη βοήθεια σχοινιών από βουρλιά ή αφράτου των ποταμών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις καρέκλες που ήταν τριών ειδών. Οι συνηθισμένες με κάθισμα και πλάτη πίσω, οι κοντούλες που δεν είχαν πλάτη και οι ραχατιλίδικες στις οποίες το ένα από τα μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδεόταν με το πίσω πόδι με πλάγιο ξύλινο μπράτσο ώστε να χρησιμεύει για να ακουμπάει αυτός που κάθεται.

Ο καφεπαντοπώλης

Στα περισσότερα χωριά της Ελλάδας, τις περισσότερες φορές ο καφετζής συνδύαζε τη λειτουργία του καφενείου του με την πώληση ειδών που δεν έβγαζε ο τόπος του, όπως καφέ, τσιγάρα, ζάχαρη, τσάι, ρύζι, μπακαλιάρο, σπίρτα, παστές σαρδέλες, φρίσες (ρέγγες), πιπερικύμινο, ταραμά, χαλβά και άλλα. Ακόμη μπορούσε να έχει πανιά, κλωστές, βελόνες, δέρματα και ίσως είδη τσαγκάρικου.

Ο λούστρος

Όταν ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου. Αυτός μ’ ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ’ ένα χαμηλό σκαμνάκι και περίμενε υπομονετικά. Για να προσελκύσει τους πελάτες γίνονταν ταχυδακτυλουργός ή χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε η “ιεροτελεστία” του βαψίματος…


Ο μυλωνάς

Αλευρόμυλοι υπήρχαν σε όλα τα χωριά , οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι, δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι. Ο μύλος ήταν συνήθως το σπίτι του μυλωνά. Κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε από το βαγένι το νερό και τον περιέστρεφε.
Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα, στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση το σιτάρι ή το καλαμπόκι συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε σκόνη. Ως αμοιβή του ο μυλωνάς κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια έπαιρνε χρήματα. Οι υδρόμυλοι έπαιρναν ως αλεστικό δικαίωμα ένα “σινίκι” (= 6 οκάδες) για την άλεση 100 οκάδων σιτηρών .

Ο νερουλάς

Στην παλιά Αθήνα που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια, ο νερουλάς αναλάμβανε την τροφοδότησή τους με νερό. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία. Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβότανε περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ. Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930, οπότε ιδρύθηκε η ΟΥΛΕΝ.
Ο παγοπώλης

Το επάγγελμα του παγοπώλη υπήρχε ως τη δεκαετία του 1960.
Ο παγοπώλης λοιπόν ήταν αυτός που πουλούσε τον πάγο στις νοικοκυρές γιατί εκείνη την εποχή  δεν υπήρχαν ψυγεία όπως σήμερα για να συντηρήσουν τα τρόφιμά τους.

Πηγή: newsbomb.gr   apotis4stis5.com

Τα ελληνικά έθιμα του γάμου και οι συμβολισμοί τους

Τα ελληνικά έθιμα του γάμου και οι συμβολισμοί τους





Πολλά από τα έθιμα του γάμου έρχονται από το παρελθόν, αλλά συνεχίζονται μέχρι την εποχή μας.

Η προίκα: Οι μητέρες έφτιαχναν τα προικιά για τις κόρες τους (σεντόνια, πετσέτες, κεντητά) και μάζευαν όλα τα απαραίτητα για το νοικοκυριό τους. Η προίκα επίσης συμπεριλάμβανε χωράφια, κοπάδια ζώων και χρήματα. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, όπως και στη Λέσβο, ο πατέρας της νύφης ήταν υπεύθυνος να δώσει επιπλωμένο σπίτι στην κόρη και στον γαμπρό του!

Το νυφοστόλι: Ελεύθερες (ανύπαντρες) κοπέλες στόλιζαν το σπίτι της νύφης με όλα τα προικιά της (κεντητά, κουβέρτες, σεντόνια κ.λπ.). Εκεί παραβρίσκονταν όλοι οι συγγενείς και φίλοι, αλλά όχι ο γαμπρός, για να καμαρώσουν την καλοπροικισμένη και προκομμένη νύφη (πολλά από τα προικιά τα έφτιαχνε η ίδια η νύφη). Οι καλεσμένοι έραιναν το νυφικό κρεβάτι με λουλούδια, φλουριά κι άλλα χρήματα.

Το ντύσιμο της νύφης: Την ημέρα του γάμου, γινόταν το στόλισμα της νύφης, όπου γυναίκες βοηθούσαν τη νύφη να χτενιστεί και να ντυθεί καθώς τραγουδούσαν τα σχετικά τραγούδια, όπως αυτό που ακολουθεί από την περιοχή του Μανταμάδου:

-1-
Έλα Χριστέ και Παναγιά, και συ Θεέ μου Πλάστη
και τη δουλειά π’ αρχίσαμε να μας τη βγάλεις ράστη.
Γέρνει ο ήλιος, φέρνει βόλτα στης νυφούλας μας την πόρτα.

-2-
Σήμερα λάμπει ο ουρανός σήμερα λάμπει η μέρα
σήμερα στεφανώνεται αητός την περιστέρα.
Νύφη μ’ ανθός της λεμονιάς. ομορφότερη της γειτονιάς.

-3-
Τη νύφη μας την είχαμε στη γλάστρα λουλουδάκι
και τώρα τη χαρίσαμε σ’ ένα παλικαράκι.
Ω νυφούλα να γεράσεις με το ταίρι σ’ να περάσεις.

-4-
Γαμπρός μας είναι άξιος καράβια ν’ αρματώσει
του καραβιού την άγκυρα να τη μαλαματώσει.
Ω γαμπρέ μου, ω γαμπρέ μου κι ω σγουρέ βασιλικέ μου.

-5-
Χρυσή η λαμπάδα του γαμπρού της νύφης ασημένια
και του κουμπάρου τα κεριά χρυσά μαλαματένια.
Να ζήσετε, να ζήσετε και να πολυχρονίσετε.

-6-
Πέντε γαρίφαλα χρυσά σε ασημένιο τάσι
τ’ ανδρόγυνο που θα γενεί να ζήσει, να γεράσει.
Ως το πρωί θα τραγουδώ κουμπάρο, νύφη και γαμπρό.

-7-
Κουμπάρε που κουμπάριασες με τ’ άσπρα σου τα χέρια
όμορφα που τα ταίριαξες τα δυο τα περιστέρια.
Ως το πρωί θα τραγουδώ κουμπάρο, νύφη και γαμπρό.

Την ίδια ώρα, βιολιά και λαούτα πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού για το ξύρισμα του γαμπρού και του κουμπάρου. Μετά από το ξύρισμα, τα βιολιά και τα λαούτα συνόδευαν τον γαμπρό και τους δικούς του στην εκκλησία και μετά πήγαιναν στο σπίτι της νύφης για να τη συνοδέψουν κι εκείνη με τους δικούς της στην εκκλησία.

Η τελετή του γάμου είχε ως εξής: Ο κουμπάρος και η κουμπάρα άλλαζαν πρώτα τα δαχτυλίδια τρεις φορές και μετά τα στέφανα, επίσης τρεις φορές. Οι καλεσμένοι παραστέκονταν γύρω από το ζευγάρι και στο χορό του Ησαΐα έραιναν τη νύφη και τον γαμπρό με κουφέτα και ρύζι (για να ριζώσουν) και συγχρόνως χτυπούσαν τον κουμπάρο στην πλάτη φωνάζοντας «Άξιος».

Τα στέφανα του γάμου συμβολίζουν βασιλικές κορώνες, γιατί η νύφη κι ο γαμπρός θα είναι βασίλισσα και βασιλιάς στο σπιτικό τους.

Οι λαμπάδες
Οι δύο λαμπάδες, που πλαισιώνουν το ιερό τραπέζι με το Ευαγγέλιο, καίνε από την αρχή ως το τέλος του μυστηρίου. Συμβολίζουν τις πύρινες γλώσσες της Πεντηκοστής καθώς και την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος που δίνει Θεία Φώτιση στους νεόνυμφους.

Οι βέρες
Ο κύκλος είναι ένα σχήμα χωρίς αρχή, μέση και τέλος και συμβολίζει την αιωνιότητα. Οι βέρες δείχνουν την αδιάκοπη αλυσίδα των γενεών μέσα από την αιώνια ένωση του ζευγαριού και συμβολίζουν την αιώνια αγάπη, τη δύναμη της σχέσης και την ένωση του άνδρα με τη γυναίκα.

H ένωση των χεριών
Σε κάποιο σημείο της ακολουθίας ο ιερέας, προσευχόμενος για την ένωσή τους με ομοφροσύνη σε «σάρκα μία», ενώνει συμβολικά τα δεξιά χέρια του γαμπρού και της νύφης. Τα χέρια παραμένουν ενωμένα σε όλη τη διάρκεια του μυστηρίου, δείχνοντας την αιωνιότητα της ένωσης αυτής.

Τα στέφανα
Τα στέφανα του γάμου υπενθυμίζουν τα στέφανα των μαρτύρων, τονίζοντας τη μαρτυρική διάσταση της χριστιανικής ζωής και τις θυσίες που χρειάζεται να γίνουν μέσα στον γάμο. Συμβολίζουν το αιώνιο δέσιμο του ζευγαριού στη ζωή, γι’ αυτό ο παπάς συμβολικά μετά το τέλος του μυστηρίου δένει τις κορδέλες των στεφάνων σφιχτά μαζί.

Ο χορός του Ησαΐα
Οι σύζυγοι κάνουν τα πρώτα τους βήματα στην καινούρια αρχή της ζωής τους οδηγούμενοι από την Εκκλησία, που αντιπροσωπεύεται από τον ιερέα. Ο κύκλος συμβολίζει την τελειότητα και η κυκλική κίνηση την αιωνιότητα.

Το ρύζι με τα ροδοπέταλα
Συμβολίζουν το ρίζωμα του ζευγαριού, την καλοτυχία και τον ευτυχισμένο και ανθόσπαρτο βίο.

Το μυστήριο του γάμου δεν επιτρέπεται κατά τις εξής μέρες:
  • 5-6 Ιανουαρίου (των Φώτων)
  • Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της Μεγάλης Εβδομάδας
  • Κατά τη διάρκεια του Δεκαπενταύγουστου (1-15 Αυγούστου)
  • Στις 29 Αυγούστου (Αποκεφάλιση του Ιωάννου του Προδρόμου)
  • Στις 14 Σεπτεμβρίου (Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού)
  • 13-25 Δεκεμβρίου
  • Κατά τις Δεσποτικές Εορτές (όλες τις γιορτές του Χριστού)


Πηγή: emprosnet.gr

Φωτογραφία: el.wikipedia.org






Η περπατόπιτα – το έθιμο και η συνταγή

Η περπατόπιτα – το έθιμο και η συνταγή

 


Η Περπατόπιτα (ή περπατόψωμο) είναι μία πεντανόστιμη πίτα-κέικ η οποία, σύμφωνα με το έθιμο, ψήνεται μόλις το μωρό  περπατήσει.

 

Το έθιμο απαντάται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και έχει ως εξής: η μαμά ή η γιαγιά του παιδιού φτιάχνουν τις πίτες. Δεν είναι μία μόνο πίτα, καθώς η νονά ή ο νονός του παιδιού δικαιούνται μία ολόκληρη, αλλά υποχρεούνται και να δωρίσουν τα πρώτα παπουτσάκια του μωρού. Μία ολόκληρη επίσης περπατόπιτα παίρνουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες του παιδιού που δίνουν δώρα, αλλά και κέρματα, δηλαδή το “ασημώνουν”, ώστε να έχει γερό και σταθερό περπάτημα.

 

Οι υπόλοιπες πίτες θα μοιραστούν σε συγγενείς και φίλους, που θα έχει καλέσει η μητέρα στο σπίτι για να γιορτάσουν. Οι καλεσμένοι με τη σειρά τους πρέπει να κρατούν δώρα στο παιδί και παίρνοντας το κομμάτι τους, να τρέξουν στο σπίτι λέγοντας “ασημένια τα ποδαράκια του” για να τρέχει και το παιδί!

 

Συνταγή για την τέλεια περπατόπιτα!

 

Υλικά:

4 φλιτζάνια αλεύρι
1 κ.τ.γ αλάτι
1 μπέικιν πάουντερ
1 φλιτζάνι βούτυρο
1 1/2 φλιτζάνια ζάχαρη
2 αυγά
2 φλιτζάνια σταφίδες ξανθές
1 1/2 ποτήρι γάλα
1 φλιτζάνι καρύδια αλεσμένα
1/2 κ.τ.γ κανέλα
1/2 κ.τ.γ γαρύφαλλο
Λίγο ξύσμα πορτοκαλιού

 

Εκτέλεση: Χτυπήστε τη ζάχαρη με το βούτυρο κι όταν αφρατέψουν προσθέστε ένα ένα τα αυγά συνεχίζοντας το χτύπημα. Ρίξτε έπειτα το ξύσμα πορτοκαλιού, τα καρύδια και τις σταφίδες. Ανακατέψτε το αλεύρι, το αλάτι και το μπέικιν και ρίξτε τα στο μείγμα εναλλάξ με το γάλα. Βάλτε το μείγμα σε βουτυρωμένο ταψί και ψήστε στους 180 βαθμούς στις αντιστάσεις και στη μεσαία σχάρα του φούρνου για 45′ . Ελέγξτε αν έχει ψηθεί με μια οδοντογλυφίδα.

 

Αφήστε να κρυώσει και στολίστε. Μπορείτε να φτιάξετε με χαρτόνι μια πατουσίτσα μωρού και να βγάλετε το αποτύπωμά της πάνω στην πίτα, πασπαλίζοντας με άχνη ζάχαρη πάνω απ’το πατρόν. Εναλλακτικά μπορείτε να κάνετε πάνω στην περπατόπιτα σχέδιο με ζαχαρόπαστα.

 

Πηγή: talcmag.gr

Φωτογραφία: cookpad-greece.blog

 

ΤΡΙΑ ΚΑΡΑΒΙΑ ΠΑΝΕ - Μακρά Γέφυρα Ανατολικής Θράκης

ΤΡΙΑ ΚΑΡΑΒΙΑ ΠΑΝΕ - Μακρά Γέφυρα Ανατολικής Θράκης

 


Πολύ όμορφο, επαινετικό, καθιστικό τραγούδι από την περιοχή της Μακράς Γέφυρας (Uzunköprü) της Ανατολικής Θράκης, το οποίο αναφέρεται στο Αϊβαλί και στις ομορφιές του. Πολύ πιθανό να πέρασε στην παράδοση της Θράκης από τη Μικρά Ασία και τις ακτές της Προποντίδας.

 

ΔΙΣΚΟΣ: Τραγούδια της Θράκης (Μέρος 1ον)

Παραγωγός: Σύλλογος προς διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής

Συλλογή - Επιμέλεια: Σίμων Καράς

 

ΜΟΥΣΙΚΟΙ:

Τραγούδι: Χρόνης Αηδονίδης

Ούτι: Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης

Φλογέρα: Χρήστος Κανακίδης (Ζαχαρδέλας)

Βιολί: Μπάγιας Δημήτρης (Λαβίδας)

Κανονάκι: Νίκος Στεφανίδης

Λαούτο: Σταύρος Αδριανός

 

Ακούστε το τραγούδι:

https://www.youtube.com/watch?v=zzfyC-7tO3o

 

 

Οι στίχοι:

Τρία καράβια πάνε Σμύρνη και Κορδελιό

δεν είδαν τα ματάκια μου, μπρε τζάνε μ',

σαν τ' Αϊβαλί χωριό.

Ποιος θέλει για να μάθει, τι είναι τ' Αϊβαλί

εμένα να ρωτήσετε, μπρε τζάνε μ',

'γω έκαμα εκεί.

Έχει ασημένιες πόρτες,

έχει χρυσά κλειδιά

έχει και όμορφες κοπέλες, τζάνε μ',

σαν τα κρύα νερά.

 

Πηγή: youtube.com - #greek_folk_music

Φωτογραφία: travel.gr

 

Άγιος Ανδρέας: Γιατί είθισται λαϊκά να τον αποκαλούμε και τρυποτηγανά

Άγιος Ανδρέας: Γιατί είθισται λαϊκά να τον αποκαλούμε και τρυποτηγανά

 


Tελευταία μέρα του Νοεμβρίου, ή «Αγ’ Αντριά» όπως τον λεν, είναι του Αγίου Αντρέα, του επονομαζομένου «Τρυποτηγανά». Στη λαογραφία του τόπου μας ο Νοέμβριος ονομάζεται και Αντριάς, επειδή πιστεύεται ότι το κρύο αντρειεύει την ημέρα της γιορτής του Αγίου Ανδρέα.

 

Ο Άγιος Ανδρέας, ονομάζεται επίσης, και Τρυποτηγανάς, επειδή -καθώς έλεγαν οι παλιότεροι- τρυπούσε τα τηγάνια όσων δεν έκαναν τηγανίτες την ημέρα της γιορτής του.

 

Δεν είναι και παράξενο που η μέρα τούτη συνδυάστηκε με τηγανητές λιχουδιές, καθώς είναι μέρα γιορτινή που πέφτει σε περίοδο νηστείας και μάλιστα σε μια εποχή που βγαίνει το πρώτο λάδι της χρονιάς.

 

Στην Κρήτη, άλλωστε, με το πρώτο λάδι -όπως και με το τελευταίο- συνήθιζαν να φτιάχνουν λουκουμάδες και κουταλίτες για να γλυκαθούν και να το εγκαινιάσουν!

 

Όπως σημειώνει ο Νίκος Ψιλάκης («Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη», εκδόσεις Καρμανωρ) πως «Όποιος αρκείται στην ανάγνωση των συναξαρικών πηγών ίσως να μην κατανοήσει ποτέ γιατί συνδέθηκε με τα τηγάνια και τις τηγανίτες ο πρωτόκλητος μαθητής του Χριστού, ο ψαράς από τη Βησθαϊδά, που «όργωσε» τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διδάσκοντας το λόγο του Διδασκάλου του. Θα το κατανοήσει μόνον αν θυμηθεί τους ειδικούς διαιτολογικούς κανόνες που ισχύουν κατά τις περιόδους των τεσσαρακοστών (η εορτή του Αγίου Ανδρέα πέφτει μέσα στη σαρακοστή των Χριστουγέννων) και αν παράλληλα παρακολουθήσει τη ζωή των αγροτικών κοινωνιών του ελληνικού χώρου, που αυτήν την περίοδο καταπιάνονται με την (κοπιώδη) συλλογή του ελαιοκάρπου.»

 

Και συνεχίζει: «….Στα τέλη του μήνα, όμως, έπρεπε να έχουν αλεστεί οι πρώτες ελιές και να έχει φτάσει στο κάθε σπιτικό το καινούριο λάδι. Το τηγάνισμα κατά την ημέρα της γιορτής του Αγίου Ανδρέα (ή την παραμονή) έπρεπε να γίνει με λάδι από την καινούρια σοδειά. Η χρησιμοποίηση του καινούριου ελαιολάδου ενσωμάτωνε μια ιδιαίτερη τελετουργία. Συχνά έχυναν το λάδι στο τηγάνι σταυρωτά λέγοντας μιαν ευχή, όπως «καλοκατάλυτο» ή «και του χρόνου». Πιθανότατα πρόκειται για απήχηση των απαρχών, της συνήθειας να μοιράζονται οι πρώτοι καρποί της σοδειάς ή να προσφέρονται στους θεούς.

 

Οι απαρχές του ελαίου είναι ένα από τα πιο συγκινητικά έθιμα των ελαιοπαραγωγικών περιοχών της Κρήτης. Στη Μεσαρά «το πρώτο λάδι της χρονιάς δεν πήγαινε στο σπίτι, αν δεν σταματούσε εκείνος που το μετέφερε στην εκκλησία και να ανάψει με αυτό καντήλια…». Στο Λάστρο Σητείας «από το πρώτο λάδι πήγαιναν οπωσδήποτε ένα μπουκάλι ή ένα μίστατο, ανάλογα με το τί μπορούσε ο καθένας, στην εκκλησία. Το μίστατο ήταν σταμνί με πλατύ στόμιο και έβαζε εφτά οκάδες λάδι. …..Με το πρώτο λάδι έπρεπε να ανάψουν και το καντήλι του κάθε σπιτικού στο εικονοστάσι.»

 

Εκτός από τις προσφορές στη θεότητα, το έθιμο απαιτούσε «μοίρασμα» των αγαθών που είχε στείλει η θεία ευλογία. Και ως καταλληλότερη μέρα γι’αυτό θεωρήθηκε η 30η Νοεμβρίου:

 

«πάσαι αι οικοδέσποιναι αφ’ εσπέρας της εορτής ταύτης, ή και την πρωϊαν κατασκευάζουν τηγανίτας ή μελομακαρόνες κτλ. Όστις δε δεν κάνει τοιούτους, τρυπά το τηγάνιόν του ο άγιος, όθεν και τρυποτηγανάς επικαλείται…»

 

«Του Άι Αντρέα όποια γυναίκα δεν ψήσει τηγανίτους θα τρυπήσει το τηγάνι…»

 

Στις περιοχές όπου παρασκεύαζαν τηγανίτες φρόντιζαν να προσφέρουν από ένα πιάτο σε φιλικά ή συγγενικά σπίτια και, κυρίως, σε σπίτια που είχαν ανάγκη ή που δεν είχαν ελαιώνες. Η συνήθεια αυτή αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές απηχήσεις των εθιμικών απαρχών. Το ίδιο ακριβώς γίνεται σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου με το πρώτο ψωμί της χρονιάς…..»

 

Αντίστοιχα καταγράφει κι ο Βασίλης Λαμνάτος («Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας»):

 

«Στις καλομέρες του Νοέμβρη γίνεται και το μάζεμα των ελιών, που θα δώσουν το πρωτολάδι κι απ’αυτό θα στείλουν οι νοικοκυραίοι ένα μπουκάλι στην εκκλησιά για το άναμμα των καντηλιών και για την ευλογία του παπά. Με το πρωτολάδι οι νοικοκυρές θα φτιάξουν πάλι και τηγανίτες και γλυκά, συνήθως χαλβά, για να τα μοιράσουν στη γειτονιά και σ’αυτούς που δεν έχουν λάδι. Θα τους δώσουν κιόλας και λίγο σ’ένα μπουκάλι, για να φτιάξουν καμιά λαχανόπιτα, να φάνε και να ευχηθούν και «του χρόνου πιότερο» ή «και του χρόνου να μην το χαρούν τα κιούπια».»

 

Ο λαογράφος μας Δημήτρης Λουκάτος («Φθινοπωρινά»), μάλλον παραβλέπει το ρόλο της αγροτικής/ελαιοπαραγωγικής ζωής καθώς και της θρησκευτικής (σαρακοστή, νηστεία) σε τούτο το έθιμο και κάπως αόριστα αναφέρει πως «ίσως και στις δικές μας λουκουμάδες να κρύβεται κάποια μαγικοθρησκευτική (και εξευμενιστική) προφύλαξη για τη σπορά, με εκπρόσωπο τον άγιο Ανδρέα, που έλαχε να «κλείνει» την όλη φθινοπωρινή περίοδο.» Και συνεχίζει γράφοντας πως «παραδίδεται, για τα παλαιότερα χρόνια των Πατρών, ότι συνήθιζαν να φτιάχνουν την παραμονή της γιορτής του αγίου Ανδρέα και «λαχανόπιτες», από τις οποίες έστελναν και στην εκκλησιά, για να μοιραστούν στους φτωχούς (εξευμενιστικό κι αυτό και ίσως νεκρολατρευτικό έθιμο των «πλακούντων»)».

 

Ο Λουκάτος καταγράφει, επίσης, πως τη μέρα αυτή «Κάτι που θυμίζει τα πολυσπόρια της γιορτής των Εισοδίων (δηλ. της ίδιας αγροτικής περιόδου) είναι αυτό που γίνεται στην Ήπειρο, να βράζουν καλαμπόκι («Αντριλούσια» ή «μπόλια») και να τα πηγαίνουν στην εκκλησιά να ευλογηθούν, ώστε ύστερα να τα μοιράσουν, για το καλό της χρονιάς, στον κόσμο. Στη Θράκη, έβραζαν επίσης, την ημέρα του Αγ. Αντρέα, σιτάρι με ζάχαρη, σταφίδες κλπ. (δηλ. πανηγυρικά κόλλυβα) και τα μοίραζαν στον κόσμο. Στην Ακαρνανία έβραζαν (και βράζουν ακόμα) πραγματικά «πολυσπόρια», όπως της Παναγιάς, το ίδιο δε και στη Θεσσαλία, όπου τώρα τα λένε «Αντραλούσια». Όλα αυτά δείχνουν μαγικο-παραγωγικές ενέργειες της εποχής (τέλος σποράς, αναμονή της βλαστικής γονιμοποίησης)….»

 

Ίσως τούτα τα πολυσπόρια να τα συνήθιζαν κυρίως σε μη ιδιαιτέρως ελαιοπαραγωγικές κοινωνίες, σε κοινωνίες που παρήγαγαν όσπρια και σιτηρά, καθώς ο Νοέμβριος είναι μήνας σποράς τούτων και ο Άγιος Αντρέας είχε τη φήμη, λόγω παρετυμολογίας του ονόματός του (Ανδρέας, ανδρείος, αντρειεύω) πως «αντρειεύει» το κρύο, την νύχτα (τη μεγαλώνει) και τα σπαρτά (τα μεγαλώνει, τ’αυξάνει). Αναφέρει ο Γεώργιος Μέγας («Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας») πως «Για να ενισχύσουν την αύξηση των σπαρτών και την καρποφορία, οι γεωργοί βράζουν, όπως και κατά τα Εισόδια της Θεοτόκου, πολυσπόρια (καλαμπόκι και στάρι μαζί) και «τα πάνε στην εκκλησία και τα διαβάζει ο παπάς’ τό ‘χουν σε καλό, όπως λέγουν, να τα βλογήσει ο Θεός, να γίνουν περισσότερα παρέκεια. Τα μοιράζουν στα σπίτια, για ν’ αντρειωθούν τα σπαρτά.» (Ήπειρος).

 

Πηγή: ekklisiaonline.gr