Το κομπολόι ή μπεγλέρι
Από τον Γιάννη Γούδα
Μια γιρλάντα από χάντρες για τους αργόσχολους; Μια γιρλάντα από χάντρες και
ένα αξεσουάρ για τους συλλέκτες; Ένα φυλαχτό για τους προληπτικούς; Το τραγούδι
και η συντροφιά, για τους ρεμπέτες; Ένα θαυμάσιο «φάρμακο» ενάντια στην
υπέρταση; Ή μήπως μια φιλοσοφία ζωής άγνωστη στους περισσότερους;
Στην πατρίδα μας, ο δεσμός του ανθρώπου με το κομπολόι, είναι από τους
δυνατούς. Ένα κομμάτι λαϊκής παράδοσης, ζωντανής παντού: Το καλοκαίρι στην
πλατεία και κάτω από τον πλάτανο, τον χειμώνα πλάι στην ξυλόσομπα, στο καφενείο
του χωριού και δίπλα στο ποτηράκι με το κρασί ή το τσίπουρο. Η ωραία αυτή
παρουσία στη μοναξιά μας, στη χαρά μας, στη λύπη μας. Παίρνοντας ζεστασιά από
την παλάμη μας, μας αγγίζει απαλά, γλιστράει τρυφερά ανάμεσα στα δάχτυλά μας,
γλυκαίνει όλες τις στιγμές μας. Μα πάνω απ’ όλα, γλυκαίνει την ψυχή μας.
Αγωνιάμε, μας γαληνεύει. Γλεντάμε, μας κάνει παρέα. Έχουμε καημό, μας
παρηγορεί. Ένα «έργο τέχνης και ένας φίλος μαζί». Ένα κομμάτι συλλογής
πολύτιμο, μα και μια συνήθεια καθημερινή, που δεν μπορείς εύκολα να τη
στερηθείς. Είναι λες καμιά φορά, το μεράκι μας. Όχι μόνο. Είναι κάτι παραπάνω
απ’ αυτό: Έτσι που έχουμε δεθεί, εμείς κι αυτό, έχει γίνει ένα κομμάτι από τον
ίδιο τον εαυτό μας!
Ελλάδα και κομπολόι. Αυτή η ιστορία αγάπης, πώς ξεκίνησε; Η παράδοση λέει ότι
ξεκίνησε από τους μοναχούς του Αγίου Όρους. Οι αγιορίτες καλόγεροι έδεναν, για
να μετρούν τις προσευχές τους, σε ένα κορδόνι φτιαγμένο από μαύρο προβατίσιο
μαλλί, σύμβολο του αμνού του Θεού, κόμπους πλεγμένους από εννιά σταυρούς, όσα
τα τάγματα των Αγγέλων. Αφού λοιπόν έφτιαξαν 33 κόμπους, όσα και τα χρόνια του
Χριστού, ένωσαν τις δύο άκρες του κορδονιού, βάζοντας εκεί μια φουντίτσα, για
να ξέρουν πού ξεκινά και πού σταματά το μέτρημα. Ήταν το πρώτο κομποσκοίνι. Ο
κόσμος αυτήν τη γιρλάντα την ονόμαζε κομποσκοίνι και κομπολόι, που σήμαινε «σε
κάθε κόμπο, λέω προσευχή». Τη χρησιμοποιούσαν όχι μόνο στις προσευχές τους,
αλλά και σε επίσημες εκδηλώσεις, στη διασκέδασή τους ή στο ραχάτι τους για να
χαλαρώνουν.
Με τα χρόνια, αυτό διαδόθηκε σε όλη την κοινωνία, διότι με αυτό προσεύχονταν
για να απαλλαγούν από τη σκλαβιά των Τούρκων. Στην ελεύθερη πια Ελλάδα, το
κομπολόι είχε τη δική του θέση και σημασία. Αφαιρούν από το παλιό σχοινάκι
κάμποσες χάντρες, για να μεγαλώσει το κενό (γίνεται πιο ευκολόχρηστο) ανάμεσα
στις υπόλοιπες (πάντα όμως να είναι μονές, για να είναι το κομπολόι γούρικο και
να φέρει τύχη, γιατί έτσι λέει η παράδοση), προσθέτουν τον «Παπά» (Παπάς είναι
η μεγάλη χάντρα, με διαφορετικό σχήμα από τις υπόλοιπες) και τη φούντα, «τη
γλύκα του κομπολογιού». Αυτήν την απαλή πυκνή και πλούσια μεταξωτή φούντα «που
όταν τη χαϊδεύεις, χαλαρώνεις και μελώνεις, μέχρι βαθιά μέσα στην καρδιά σου».
Φτιάχνει λοιπόν με αυτόν τον τρόπο, το ελληνικό κομπολόι, με χάντρες που μπορεί
να είναι από πολύ φτηνές έως και πολύ ακριβές {π.χ. από ασήμι, χρυσό ή από
κεχριμπάρι (τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα είναι: α) Είναι πάντα ζεστό όταν
το πιάνεις, β) είναι ελαφρύ και επιπλέει στο αλμυρό νερό, γ) δεν λιώνει άμα το
κάψεις και τέλος δ) άμα το τρυπήσεις με μια ζεστή βελόνα, βγάζει μια μυρωδιά
που θυμίζει πεύκο)}. Ένα πλάσμα ζωντανό, που τραγουδάει (φτωχό κομπολογάκι μου,
σε είχα το μεράκι μου. Συ μου πέρναγες την ώρα, πες μου τι να κάνω τώρα…
τραγουδούσε ο κόσμος παλιότερα), αναστενάζει, το χαϊδεύεις και αποκρίνεται,
είναι γούρι, καλοτυχία και προστασία στα ταξίδια. Παλιά ο αγωγιάτης κρεμούσε
χάντρες, συνήθως γαλάζιες, στο άλογο ή στο μουλάρι του. Ο φορτηγατζής, ο
ταξιτζής, αλλά και άλλοι οδηγοί, όλο και κάποιο κομπολογάκι θα είχαν κρεμασμένο
στον καθρέφτη του αυτοκινήτου τους. Εικόνες τόσο Ελληνικές. Δεν είναι τυχαίο
επομένως το γεγονός ότι το κομπολόι αποτελεί είδος συλλογής από πολλούς ανθρώπους
και η αξία του ανάλογα και με το μέγεθός του μπορεί να φτάσει σε δυσθεώρητα
ύψη.
Εκτός όμως από αντικείμενο υψηλής υλικής αξίας, το κομπολόι ήταν και είναι και
μια ολόκληρη φιλοσοφία, γιατί είναι ένα αντικείμενο, παιχνίδι στα χέρια που
βασικά κάνει ακροβατικά, χορεύει, παίζει μουσική (παλιά συνόδευε ως μουσικό
όργανο τον μπαγλαμά και ο παλιός ρεμπέτης το κρατούσε με το αριστερό του χέρι
από τη φούντα, κρεμασμένο από μια κουμπότρυπα του ρούχου του και με το δεξί
έτριβε ρυθμικά τις χάντρες του μ’ ένα κρασοπότηρο, γιατί ο ήχος του κομπολογιού
είναι η φωνή του και οι χάντρες του θα πρέπει να παίζονται ήρεμα και απαλά,
ώστε να μπορέσεις πράγματι, ν’ ακούσεις τι σου λένε…), στολίζει, συμβολίζει,
διασκεδάζει, χαλαρώνει, θεραπεύει… Το αδικημένο λοιπόν αυτό κομπολογάκι,
αρχίζει να γίνεται αποδεκτό και φυσικά οι δεκαετίες που ακολουθούν, το
καθιερώνουν. Το συλλέγουν. Το βάζουν στις παρέες. Το χαρίζουν σε φίλους. Δεν
ήταν ένα παιχνιδάκι μόνο στα χέρια μας. Μίλαγε. Είχε ψυχή. Τότε, για να κρατάς
στα χέρια σου ένα κομπολόι, θα έπρεπε να είσαι μάγκας, να το λέει η καρδιά σου,
να είσαι υπεράνω όλων. «Θα το δώσω το ρολόι και θα πάρω κομπολόι», τραγούδησε ο
Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Η νεολαία, τα θεωρεί παλιομοδίτικα και φτιάχνει το μπεγλέρι με 6 έως 8 χάντρες,
περασμένες σε έναν σπάγκο, δεν δένει τις άκρες και μ’ αυτό κάνει ακροβατικά με
τα δάχτυλα του χεριού. Το κάνουν πιο εύχρηστο, πιο νεανικό και χωράει πολύ πιο
εύκολα στις στενές τσέπες του μπλου τζιν ή στο τσεπάκι του καλοκαιρινού
πουκάμισου. Είναι ένας εξίσου καλός, μικρός φίλος, με λιγότερες «απαιτήσεις».
Οι Έλληνες πάντως, του δώσαμε μια νέα υπόσταση. Το λατρέψαμε και το
τραγουδήσαμε. Η ύπαρξή του, πήρε νέο νόημα. Έγινε για πολλούς ο αχώριστος
σύντροφός τους. Απαραίτητο και αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητάς τους.
Έγινε και είναι ένα κόσμημα στο χέρι του κάθε ιδιοκτήτη, μια παρέα κι ένας
τρόπος να ξεχνά και να χαϊδεύει χάντρα - χάντρα τους καημούς του!
Πηγή: eleftheria.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου