...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022

 

 

Τσοπάνης

 


 

 

Τσοπάνης ή τσιοπάνης ή τσόπανος ή τσοπάνος ή βοσκός λέγεται εκείνος που φυλάει (=βόσκει) πρόβατα ή γίδια. Δουλειά δύσκολη, επίπονη και πολλές φορές και επικίνδυνη. Υποκοριστικό του τσοπάνη είναι το τσοπανάκος, σπάνια όμως λέγεται. Πληθυντικός αριθμός τσοπάνηδες ή τσιοπάνηδες αλλά και τσοπαναραίοι.

 

Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΣΟΠΑΝΗ Αποτελείτο από:
ΦΑΝΕΛΑ: Μάλλινη, υφασμένη στον αργαλειό, ή πλεχτή, που αυτή ήταν και αρκετά χοντρή.
ΒΡΑΚΙ: Ραβόταν με σέλλα κι έφτανε μέχρι τους αστράγαλους. Το δίπλωναν κι από έξω φορούσαν τις κάλτσες. Το βρακί ήταν υφαντό.

ΠΑΝΩΒΡΑΚΙ: Κοντό παντελόνι, είδος σορτς, που έφτανε μέχρι το γόνατο και το σκέπαζε. Απαραίτητο εξάρτημά του ήταν η βρακοζώνα, είδος ζώνης, που δενόταν με θηλιά.

ΚΟΝΤΟ ή ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ με κλειστά μανίκια.
ΣΤΑΥΡΩΤΟ: Ήταν το σημερινό γιλέκο. Το παλιό σταυρωτό, το γιορτινό, το φτιαγμένο από μαύρη τσόχα και το κεντούσαν με μαύρο μετάξι. Κουμπωνόταν με σιρίτια. Κατασκευαζόταν από χοντρό, μάλλινο ύφασμα, σε χωριάτικο αργαλειό.

 

ΚΑΛΤΣΕΣ ΚΑΙ ΚΑΛΤΣΟΔΕΤΕΣ
ΠΟΥΔΗΤΑ ή ΠΟΥΔΕΤΑ ή ΓΟΥΡΝΟΤΣΑΡΟΥΧΑ: Γίνονταν από χοιρινό δέρμα ή κι από βοδινό. Από το ίδιο δέρμα γινόταν και η νουζίτσα δηλ. το κορδόνι με το οποίο δένονταν τα πουδετά.
ΣΚΟΥΦΙΑ: Φτιαγμένη από λαγοτόμαρο ή από δέρμα άλλου άγριου ζώου  ή σπάνια αγορασμένη από τα καταστήματα.
ΠΑΤΑΤΟΥΚΑ: Χοντρό και λίγο μακρύ σακάκι, φτιαγμένο από ύφασμα εγχώριο.
ΚΑΠΑ ή ΚΑΠΟΤΑ για μεγάλους και ΚΑΠΙ ή ΚΑΠΟΥΤΕΛΙ για μικρούς: Ήταν χοντρή, από τραγίσιο μαλλί, πάχος ενάμιση πόντο, υφασμένη καλά στον αργαλειό και μπασμένη  στη ντριστέλα (= νεροτριβή). Βάζανε τρεις τάβλες σαν χαντάκι και καθόντουσαν δύο άντρες αντικριστά. Κυλάγανε το χοντρό, πυκνό υφαντό, πατώντας το και αλλάζοντας τη θέση και από τις δύο όψεις, ενώ ταυτόχρονα γυναίκες ρίχνανε πολύ νερό χλιαρό (όχι ζεματιστό) για να τριφτεί. Με την τριβή κλείνανε οι πόροι και γινότανε αδιαπέραστη από τη βροχή. Ήταν αδιάβροχη. Μονοκόμματη σε σχήμα τσουβαλιού, ανοιχτή μπροστά. Μεταξύ των ώμων ήτανε ραμμένη. Έχει σχήμα παλτού με κουκούλα στο κεφάλι. Ζέσταινε τον τσοπάνη και τον προφύλαγε από τη βροχή, το χιόνι και το κρύο. Επίσης πάνω της κοιμόταν και ξεκουραζόταν.
ΣΕΛΑΧΙ: Δερμάτινο, με 2-4 θήκες, που λέγονταν φύλλα. Μέσα σ’ αυτές τοποθετούσε το μαχαίρι, το μαντηλάκι, τη χτένα, το καθρεφτάκι, και τον καπνό μαζί με όλα τα σύνεργα του καπνιστή [τσακμάκι (= αναπτήρας) ή σπίρτα ή τσακμακόπετρες, πριόβολο και ίσκα].

 

Ο τσοπάνης κρατούσε πάντα, άμα ήταν κοντά στο κοπάδι, την γκλίτσα του (στραβολέκα ή αγκούλα). Ήταν το μεγάλο εκείνο ραβδί, μπαστούνι, το γυριστό, με το οποίο έπιαναν τα γίδια από το λαιμό. Είχαν και μια μικρότερη για να ακουμπούν. Η στραβολέκα είχε μήκος μεγαλύτερο από το μπόι του τσοπάνη.


Απαραίτητη για τον τσοπάνη ήτανε και μια τσάντα πέτσινη με δύο θήκες και κρεμαστή με λουρί στον ώμο καθώς και ο ντορβάς (ταγάρι) κρεμαστό στον ώμο. Στην μία θήκη της τσάντας έβαζε ο τσοπάνης το ψωμί, το τυρί, σκόρδα ή κάνα ξερό κρεμμύδι, ελιές, κάνα μπουκαλάκι λάδι, αλάτι κ.λ.π. Στην άλλη θήκη έβαζε ορισμένα εργαλεία ή χρήσιμα αντικείμενα. Μαχαίρι, σακοβελόνα για να ράβεται, σουβλί, κουβαράκι με νήμα, κλωστή, τσακμακόπετρα για να ανάβει φωτιά, φυτίλι κ.λ.π. Νερό είχε μαζί του σε νεροκολοκύθα (φλασκί) ή σε νεράσκι, μικρό δερμάτινο σάκο.

 

ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΤΣΟΠΑΝΗΔΩΝ

1. Προβαταραίοι: ήταν αυτοί που φυλάνε τα πρόβατα .
2. Γιδάρηδες η γιδαραίους: αυτούς που φυλάνε τα γίδια.
3. Βαλμάδες: αυτοί που φυλάνε και βόσκουν τα άλογα, τις φοράδες, τα μουλάρια, και τα γαϊδούρια.

Οι προβαταραίοι
1. Αρνάρηδες: είναι αυτοί που βόσκουν τα μικρά αρσενικά (σερκά), και θηλυκά αρνιά (αρνάδες), όταν αποκοπούν από τις μάνες τους λέγονται, σουγκάρια.
2. Ζυγουριάρηδες ή ζυγουργιαρέοι: είναι αυτοί που φυλάνε τις μεγαλύτερες αρνάδες, τις ζυγούρες ή τα ζυγούρια, τις ζυγουρομπλιόρες ή ζυγουρομπλιόργια, τα πρόβατα που ήταν γεννημένα από τον προηγούμενο χειμώνα.
3. Γκαστριαριάρηδες ή γαλάρηδες ή γαλαριάρηδες: αυτοί που βοσκούν τις μπλιόρες πρατίνες, τις γκαστρωμένες ή αυτές που έχουν γεννήσει και φέρνουν γάλα, τις γαλαρομπλιόρες ή γαλάργιες πρατίνες ή γαλάρια πράτα, επίσης αυτοί προσέχουν και τα αρνιά όταν αποκοπούν.
4. Στερφάρηδες ή στερφαραίους: αυτοί που προσέχουν όλα τα πρόβατα που δεν γεννάνε, τα στέρφα, τις στέρφες πρατίνες.
5. Κριαράδες ή κριάρηδες: αυτοί που βόσκουν τα κριάρια.
               

Σε κάθε κοπάδι οι πιο διαλεχτοί τσοπάνηδες ήταν οι γαλαριάρηδες και οι γκαστριάρηδες.

ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΓΙΔΑΡΗΔΩΝ
1. Βετουλιάρηδες: αυτοί που βοσκούν τα κατσίκια που γεννήθηκαν τον περασμένο χρόνο, τα βετούλια, αυτοί επίσης πηγαίνουν και τα κατσικάκια για βοσκή μόλις αποκοπούν από την μάνα τους.
2. Τραγιάρηδες ή γιδάρηδες: αυτοί που έχουν τις στέρφες γίδες, τις στερφόγιδες, και τα τραγιά.
3. Κατσικάρηδες: αυτοί βόσκουν τις γκαστρωμένες γίδες, τις μπλιόρες και αργότερα τις γαλάριες , τις κατσικάδες.


Οι βετουλιάρηδες και οι τραγιάρηδες βόσκουν όλα μαζί τα στέρφα γίδια σε ένα κοπάδι. Σε αυτό βάζουν αργότερα και τα βετούλια. Έτσι όσοι έχουν μεγάλο κοπάδι με γίδια, σχηματίζουν πάντα δύο κοπάδια, ένα για τα στέρφα κι ένα για γαλάρια.
               

Για τον έξυπνο και έμπειρο τσοπάνο που μπορούσε με μία ματιά να ξεχωρίσει το κοπάδι, αν λείπει κάποιο πρόβατο, μην υπάρχει κάποια αρρώστια, έλεγαν ότι αυτός έχει (γνώρο).

 

Πηγή: gardikiomilaion.gr

          facebook.com/eikonesokaianamniseis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου