...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Χορευτική Χρονιά

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

 

 

Οι χτίστες ή μαστόροι

Από τον Γιάννη Γούδα

 


 

Λιγοστός κι άγονος ο τόπος μας, δεν ήταν δυνατόν να θρέψει τους κατοίκους του, μόνο με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Έτσι πολλοί, για ν’ αντιμετωπίσουν τη φτώχεια και να ημερέψουν κάπως τη μοίρα τους, έπαιρναν τον δρόμο για κοντινούς στην αρχή, μακρινούς αργότερα τόπους και μπουλούκια μπουλούκια τραβούσαν για όπου νόμιζαν πως θάβρισκαν δουλειά, σαν χτίστες.


Η κάθε παρέα αποτελούνταν από τους χτίστες, με πρώτους τους πελεκάνους για το σκάλισμα των αγκωναριών, που έμπαιναν στις γωνίες του σπιτιού και τους βοηθούς ή παραγιούς που έκαναν τη βοηθητική δουλειά των μαστόρων. Όλοι τους αναγνώριζαν γι’ αρχηγό τον πρωτομάστορα, άνθρωπο με πείρα, που έκανε τα παζάρια για την τιμή, χάραζε τα σχέδιά τους, έπαιρνε τα χρήματα από τον νοικοκύρη να τα μοιράσει και γενικά έκανε κουμάντο για όλα.


Την παραμονή της αναχώρησής τους, δέχονταν στο σπίτι τους συγγενείς και φίλους, όσους πήγαιναν να τους ευχηθούν το «η ώρα η καλή και καλές δουλειές» και νυχτιάτικα την άλλη μέρα φόρτωναν στα 4-5 μουλάρια, που θα έπαιρναν μαζί τους, τα ρούχα και τα εργαλεία και κινούσαν. Σχεδόν ποτέ δεν τραβούσαν προς ένα ορισμένο μέρος, αλλά έπαιρναν σβάρνα τα χωριά με τη σειρά κι όπου εύρισκαν δουλειά, στρώνονταν. Όταν συμφωνούσαν να χτίσουν κάτι, σπίτι συνήθως, έπεφταν με τα μούτρα στη δουλειά, από τα χαράματα ως αργά το βράδυ, με μια μικρή διακοπή για το κολατσιό κι άλλη μια πιο μεγάλη για το μεσημεριανό φαγητό, να πάρουν άνθρωποι και ζώα μια ανάσα.


ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ
Μόλις άνοιγαν τα θεμέλια, τ’ αφεντικό καλούσε τον παπά, να διαβάσει αγιασμό. Μαζεύονταν οι πλησιέστεροι συγγενείς, οι μαστόροι κι ο παπάς διάβαζε τις ευχές και τις παρακλήσεις. Με το σκόλασμα, ο πρωτομάστορας σ’ ένα μεγάλο αγκωνάρι χάραζε ένα σταυρό και το έβαζε στην ανατολική γωνιά των θεμελίων, έτσι ώστε ο σταυρός να είναι από κάτω και χτυπούσε με το σφυρί πάνω του τρείς φορές, για να είναι το σπίτι στέρεο. Ο νοικοκύρης έσφαζε έναν κόκκορα και έριχνε το αίμα του πάνω στο αγκωνάρι με το σταυρό, αλλά και σε όλο το θεμέλιο. Στη συνέχεια ασήμωναν το «θεμέλιο λίθο» και τα λεφτά τα μοιράζονταν μεταξύ τους οι μαστόροι, ενώ με το κρέας του ζώου, που θυσίασαν, ετοίμαζαν το πρώτο από τα δύο πλούσια δείπνα (το άλλο γινόταν στο τέλος), με τις ευχές «Καλορίζικο, να ζήσετε να το χαρείτε».


Κι έχτιζαν χωρίς να λογαριάζουν το κρύο της άνοιξης ή το κάμα του καλοκαιριού και χαίρονταν καθώς έβλεπαν τα τοιχώματα κάθε μέρα και πιο ψηλά, γιατί οι παραγιοί πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα. Άλλοι κουβαλούσαν με τα ζώα την πέτρα από το κοντινό νταμάρι και άλλοι με τον τενεκέ να φέρουν νερό για να κάνουν λάσπη κι ύστερα με την κοπάνα στο ώμο να την ανεβάζουν ψηλά στη σκαλωσιά και με βιασύνη μάλιστα, να προκάνουν τους μαστόρους, που δεν είχαν καιρό για χασομέρια.


Τη σκληρή ζωή τους, την κούραση της ημέρας και την αγρύπνια της νύχτας, βρίσκαν πάντα την ευκαιρία ν’ απαλύνουν τα βράδια όταν, αφού αμολούσαν για βοσκή τα ζώα κι έτρωγαν το λιτό και λίγο φαγητό τους, έπαιρναν με τη φλογέρα κάποιο σκοπό, παλεύοντας να τον μάθουν πιο καλά οι αρχάριοι, με τρόπο συγκινητικό οι παιδεμένοι.


Η κάθε Κυριακή και η μεγάλη γιορτή, σήμαινε για τους μαστόρους ανάπαυση. Τη μέρα αυτή θα λούζονταν, θα πλένανε τα ρούχα τους, θα τα μπάλωναν, θα έκαναν το καλύτερο φαγητό και θα πήγαιναν το απόγευμα και καμιά βόλτα στο καφενείο του χωριού να πιούν τον καφέ τους και να μάθουν και κανένα νέο.


Κι όταν το χτίσιμο τέλειωνε και βάζαν τα ξύλα για τη σκεπή, οι μαστόροι «έριχναν τα μαντήλια». Οι νοικοκυραίοι, οι συγγενείς και οι φίλοι, τους πήγαιναν δώρο μια πετσέτα ή ένα καλό μαντήλι κεφαλιού ή κάτι άλλο σχετικό, τα έπαιρνε ο «καλλίφωνος» της παρέας, τα ανέβαζε όσο πιο ψηλά μπορούσε, κι έλεγε δυνατά ν’ ακουστεί σ’ όλο το χωριό : «Το καλώς όρισες και το μπαξίσι του (ανέφερε το όνομα του δωρητή). Να ζήσει, να ζήσει η γυναίκα του και τα παιδιά του» και ό,τι άλλο επαινετικό σοφιζόταν εκείνη τη στιγμή, ενώ οι μαστόροι χτυπούσαν με τα σφυριά ή τα σκεπάρνια, τα καδρόνια για να κάνουν θόρυβο, να τ’ ακούσουν όλοι και να παρακινηθούν να προσφέρουν κι εκείνοι. Στη συνέχεια τα κρεμούσαν σε ένα σχοινί, στερεωμένο σε δύο καδρόνια και όταν οι προσφορές τελείωναν, τα μοιράζονταν οι μαστόροι μεταξύ τους, αφού πρώτα έβγαζαν το πιο καλό για τον πρωτομάστορα.


Ο πρωτομάστορας παράδινε στον νοικοκύρη το σπίτι. Εκείνος έστρωνε τότε το δεύτερο πλούσιο τραπέζι με κρέας, πίτα, τυρί, κανένα αυγό και μπόλικο κρασί, αφού η μέρα το καλούσε, να μη πιούν νερό και οι μαστόροι έτρωγαν και έπιναν με την ψυχή τους. Τώρα που η εργασία τελείωσε, ο νοικοκύρης πλήρωνε όσα χρήματα είχαν συμφωνήσει και η «παρέα» (όλα τα μαστόρια δηλ.) ευχαριστημένη και ικανοποιημένη, έφευγε για άλλο μέρος, να πιάσει καμιά άλλη δουλειά.


Με την περιοχή της Θεσσαλίας, οι μαστόροι της Κόνιτσας είχαν καλή σχέση. Ομάδες μαστόρων «παρέες ή μπουλούκια, όπως τα έλεγαν» έρχονταν στον Λαρισινό κάμπο και γενικά σε όλη τη Θεσσαλία. Στην Καρδίτσα και στο Φανάρι, όπου έκαναν το μαχαλά «Μαστόρ’κα», στη Δρακότρυπα, στην Αγιά και στο Μεγαλόβρυσο, στο Πουρνάρι και στο Συκούριο. Οι τόποι όμως που τράβηξαν τους πιο πολλούς (όχι απαραίτητα όμως εκεί όλους σαν μαστόρους), είναι ο Αμπελώνας και ο Τύρναβος. Μια λαϊκή παροιμία λέει : Η λίγδα στον παστό τρέχει. Και αλήθεια και οι δύο αυτές περιοχές ήταν ολόκληρες παστό. Το μυρίστηκαν και ήλθαν πολλοί.

 

Επίσης αρκετοί εγκαταστάθηκαν και εργάστηκαν εντατικά στον Βόλο και ειδικά στα χωριά του Πηλίου, καθώς και στα Τρίκαλα. Ασχολούνταν με το κτίσιμο αρχοντικών σπιτιών, εκκλησιών, καμπαναριών, σχολείων, γεφυριών κ.λ.π. Όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου ήταν άνθρωποι σεμνοί, υποδείγματα τιμιότητας, άριστοι οικογενειάρχες και προπαντός ακούραστοι δουλευταράδες.


Τέτοια ήταν η ζωή των μαστόρων, σκληρή και άχαρη, χωρίς καμία απόλαυση. Σήμερα όλα αυτά, ανήκουν στο παρελθόν. Τα μαστοροχώρια ρήμαξαν, τα μαστόρια σιγά-σιγά μειώθηκαν και είναι πολύ δύσκολο να βρεις κάποιον να σου φτιάξει ακόμα και αυτές τις «σταλαματιές» στο σπίτι σου. Έτσι τα έφεραν οι καιροί!

 

 

Πηγή: eleftheria.gr

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου