Η παραδοσιακή φορεσιά της Σκοπέλου
Από την Ηρώ Μελαχροινάκη
Τα αδέλφια Γιώργος και Αντιγόνη Βλαχάκη με τις προσωπικές τους φορεσιές, η φωτογραφία είναι τραβηγμένη το 1925 με 1930. (από το οικογενειακό αρχείο της Ηρώς Μελαχροινάκη).
Η παραδοσιακή φορεσιά της Σκοπέλου, το εντυπωσιακό Μόρ(ι)κο ή αλλιώς Στόφα, χρονολογείται μεν από το 17ο αιώνα περίπου, αλλά την τελική, σημερινή του μορφή την πήρε στα μέσα του 19ου. Οι προύχοντες του νησιού το 19ο και 20ο αιώνα, φορούσαν τη Βράκα, στις επίσημες εκδηλώσεις. Το Μόρ(ι)κο φορέθηκε αρχικά στη Σκόπελο και ακολούθησαν η Γλώσσα, το Κλήμα και η Αλόννησος, με κάποιες μικρές διαφορές. Οι χρυσές κλωστές που χρησιμοποιούνταν για το κέντημα των αντίστοιχων μερών της φορεσιάς, αλλά και τα υφάσματα, προέρχονταν από τα ταξίδια των σκοπελιτών καραβοκύρηδων στην Κωνσταντινούπολη και μόνο οι πλούσιες οικογένειες άντεχαν το κόστος της κατασκευής της. Στις αρχές του 20ου αιώνα, μια γυναικεία φορεσιά κόστιζε 3.500 δραχμές, ποσό αντίστοιχο ενός ελαιώνα ή ενός σπιτιού. Τον όρο Μόρ(ι)κο τον συναντάμε πρώτη φορά σε προικοσύμφωνο της Σκοπέλου, του 1865. Τα κοσμήματα οι σκοπελίτες τα προμηθεύονταν από τα Ιωάννινα, τη Χίο, τη Μυτιλήνη, την Κωνσταντινούπολη κ.λ.π.
Ο αρχαιολόγος, σπηλαιολόγος, συγγραφέας και καθηγητής στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Αδ. Σάμψων, την κατατάσσει ανάμεσα στις σπουδαιότερες φορεσιές του ελληνικού χώρου και εκτιμά πως είναι η σπουδαιότερη της ελληνικής γης. Η αρχική της μορφή, με επιρροές από τη δυτική Ευρώπη, αλλά και η τελική μορφή της φορεσιάς το 19ο αιώνα, σίγουρα δε θα ήταν η ίδια, εάν δεν υπήρχε η επαφή των σκοπελιτών καραβοκύρηδων με το εξωτερικό.
Τα τελευταία 100 χρόνια, την τελευταία Κυριακή της αποκριάς αναβιώνουν οι Καλές ή αλλιώς Μπράμδες και οι Σκοπελίτισσες ντύνονται κατά κύριο λόγο με τα Μόρκα αλλά και με τις καθημερινές φορεσιές. Πλούσιες σε κεντήματα ήταν και οι αντρικές τσολιαδίστικες φορεσιές.
Τα μέρη της νυφικής επίσημης Στόφας ή Μόρ(ι)υ : βρακί με ασπροκεντήματα και δαντέλες, βαμβακερή λευκή φανέλα με ασπροκεντήματα στα μανίκια, Ανετοράλι, δυο άσπρες φουστάνες, Μαλακόφ, άσπρο κολοβόλι, Στόφα ή Μόρ(ι)κο, Μπαμουκλί, κολαΐνα ή κορώνα, τσάτσαρο, χειρό(κ)τια, κλαλτσες λευκές κεντημένες, κοντούρες.
«Η στόφα είναι το νυφιάτικο και πιο επίσημο φουστάνι (φ’στάν’) της Σκοπέλου, μαζί με το μόρ(ι)κο ή βόλτα. Η πολύχρωμη μεταξωτή στόφα σε ποδόγυρο περιφέρειας 6,25μ. δίνει στο φουστάνι το όνομά του. Το υπόλοιπο φουστάνι είναι μαύρο, από ατλάζι, και ανήκει στα φουστάνια αναγεννησιακού τύπου. Έχει υποτυπώδη μπούστο με τιράντες και φούστα πτυχωμένη σε ρηχές πιέτες (πάστες). Το στρογγυλό άνοιγμα στο στήθος, στολίζεται με κίτρινο γαiτάνι. Κάτω από το άνοιγμα, ο μπούστος έχει ύψος μόλις δύο εκατοστά, ενώ στην πλάτη, κάτω από τις τιράντες, φτάνει τα 7,5εκ. Εσωτερικά είναι φοδραρισμένος με υπόλευκο βαμβακερό ύφασμα. Η φούστα είναι πλισαρισμένη σε αναρίθμητες ρηχές πτυχές, πλάτους 1εκ. Τρία εκατοστά πάνω από τον ποδόγυρο και σε ύψος 18εκ., η φούστα έχει ενισχυθεί με διπλό ύφασμα. Στη δεξιά πάνω πλευρά, εσωτερικό τσεπάκι από καρώ γαλανόλευκο βαμβακερό πανί. Ο ποδόγυρος, με ύψος 54εκ., είναι από μεταξωτή πολύχρωμη στόφα, φοδραρισμένη με αστάρι. Έχουν χρησιμοποιηθεί 13 φύλλα στόφας, πλάτους 50εκ. Ο λαδοπράσινος κάμπος διατρέχεται οριζόντια από παράλληλες κλωστές στο ίδιο χρώμα, που σχηματίζουν λεπτότατες ρίγες. Το φυτικό μοτίβο είναι θριαμβευτικό σε χρώματα και μέγεθος αλλά και υποταγμένο στην απόλυτη συμμετρία. Από “γλάστρα” υψώνονται πράσινοι μίσχοι, που καθρεφτίζονται συμμετρικά στο κάτω μέρος της. Δεξιά και αριστερά τους, από ένα λουλούδι με φύλλα. Στο κέντρο και ψηλά, μεγάλο κεντρικό άνθος που περιβάλλεται από φύλλα και μικρό λουλούδι. Το κέντημα, με πλακέ βελονιά, παίζει με το χρυσοκίτρινο, το ανοιχτοπράσινο, το λευκό, το βυσσινί, το κοραλί και το μωβ. Οι στόφες, είχαν ήδη φθάσει στο νησί γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα και είχαν βρει ποικίλες εφαρμογές. Έχουν δυτικοευρωπαϊκή προέλευση και οι Σκοπελίτες είτε τις προμηθεύονταν από εμπόρους είτε τις έφερναν οι ίδιοι από την Πόλη ή το Ταϊγάνι της Ρωσίας.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, ο ποδόγυρος από στόφα εγκαταλείπεται και αντικαθίσταται από τον κεντημένο ποδόγυρο. Η πτύχωση του φουστανιού, το βόλτιασμα, γίνεται από τις ίδιες τις γυναίκες. Με κρεμασμένο το φουστάνι σε κρεμάστρα και ξεκινώντας από ψηλά, πρώτα στην μπροστινή και ύστερα στην πίσω όψη, επαναλάμβαναν ανά δέκα εκατοστά την ίδια διαδικασία: τρύπωναν πατώντας τη βελόνα ανά δύο εκατοστά, σούρωναν το τρύπωμα και πλισάριζαν βρέχοντας τα δάχτυλά τους σε διάλυμα κόλλας. Όταν ολοκλήρωναν το τρύπωμα και το πλισάρισμα άφηναν το φουστάνι να στεγνώσει. Τυλιγμένο σε σεντόνι, το φουστάνι έμενε τρυπωμένο ώσπου να φορεθεί». Κείμενο Μαρία Δελήτσικου- Παπαχρήστου από το βιβλίο της «Η παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά της Σκοπέλου».
Πηγή: skiathoslife.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου