Το σφάξιμο του χοίρου στο Μαλεβίζι Κρήτης
Γράφει η Ρίκη Ματαλλιωτάκη
Το σφάξιμο του χοίρου βέβαια δεν μπορεί να πει κανείς πως είναι αποκλειστικά Κρητικό έθιμο αφού στην πραγματικότητα οι ρίζες του είναι κατάλοιπο μιας ειδωλολατρικής λατρείας που ξεκίνησε από την Ελληνική αρχαιότητα, και πέρασε στην περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας όπου οι Ρωμαίοι θυσίαζαν χοίρους στα Σατουρνάλια, που γιορτάζονταν στις 17-25 Δεκεμβρίου και τους αφιέρωναν στον Κρόνο και στη Δήμητρα πιστεύοντας ότι με τη θυσία αυτή οι θεοί θα είναι ευνοϊκοί μαζί τους και θα τους δώσουν καλή σοδειά.
Το έθιμο διατηρήθηκε αναλλοίωτο και στο Βυζάντιο, όπως επίσης και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και φτάνοντας στο σήμερα ίσαμε τουλάχιστον το 1970 δεν υπήρχε κανένα σπίτι στην ενδοχώρα της Κρήτης που να μην έχει το δικό της χοίρο, τον οποίο μεγάλωνε ολοχρονίς, ώστε όταν θα έρθει η ώρα του να είναι παχύς, παχύς.
Το έθιμο των χοιροσφαγίων στην Κρήτη συνδέθηκε άμεσα με την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων, με την διαδικασία της σφαγής να έχει τα χαρακτηριστικά γιορτής αφού όλη η οικογένεια, από παιδιά μέχρι γέρους, μαζεύονταν και παρακολουθούσαν αυτό που στη σημερινή εποχή φαντάζει βάρβαρο κι αδιανόητο… τη σφαγή ενός ζωντανού ζώου που ουρλιάζει!
Όντως, οι κραυγές του χοίρου εκείνη τη στιγμή είναι κάτι απερίγραπτα φρικιαστικό, τόσο που έχει καταγραφεί πως ο οπλαρχηγός του 1866 Ιωάννης Αναγνώστης Κατσαντώνης από το χωριό Άνω Μέρος της επαρχίας Αμαρίου, γέρος πια (αρχές του εικοστού αιώνα), έφευγε από το χωριό όταν έσφαζαν τους χοίρους, γιατί οι σκληρές τωνε (οι κραυγές τους) του θύμιζαν, όπως έλεγε, τα ουρλιαχτά των χριστιανών όταν τους έσφαζαν οι Τούρκοι.
Δυστυχώς όμως για να συντηρηθούν τότε οι άνθρωποι έπρεπε να γίνει κουρμπάνι το ζώο, αφού με το κρέας και το λίπος του οι άνθρωποι έφτιαχναν πολλών ειδών φαγητά τα οποία μάλιστα μπορούσαν να αποθηκεύσουν και να περάσει η οικογένεια για μήνες ολάκερους, καμιά φορά κι ίσαμε τα επόμενα Χριστούγεννα.
Ο Νίκος Καζαντζάκης στο βιβλίο του “Αναφορά στον Γκρέκο”, βοηθά τη φαντασία μας να αναπολήσει μια τέτοια στιγμή με το παρακάτω απόσπασμα:
"Την παραμονή των Χριστουγέννων στα χωριά της Κρήτης εσφάζανε τσι χοίρους (αρχαία χοιροσφάγια), αναθρεμμένους από τον κάθε νοικοκύρη κυρίως με βελάνια (βελανίδια) και χουμά (τον ορρό του γάλακτος που μένει από την τυροκόμηση, μέσα στο οποίο όμως ρίχνανε και λάδια που έμεναν στα τσικάλια κι έτσι ο χουμάς γινόταν ζουμί –ένα ιδιαίτερα θρεπτικό μίγμα για πόση). Από το χοιρινό κρέας παρασκευάζονταν οματές (ή στην ανατολική Κρήτη, ομαθιές), τσιλαδιά (με τη χοιροκεφαλή, η λεγόμενη πηχτή), απάκια (λουρίδες ψαχνού κρέατος καπνισμένες στο τζάκι, συχνά με φασκομηλιές και άλλα μυρωδικά βότανα), λουκάνικα, σύγλινα (κομμάτια κρέας μισοβρασμένα και αποθηκευμένα σε κουρούπι (κιούπι) μαζί με τη γλίνα (το λίπος) που τα βοηθούσε να διατηρηθούν πολλούς μήνες –μετά γίνονταν σφουγγάτο (ομελέτα) ή μαγειρεύονταν με πατάτες κ.λ.π.".
Όλα τα παραπάνω βέβαια είναι γενικές πληροφορίες, επειδή όμως το κάθε μέρος-ας το χωρίζει και μια ασκελιά δρόμος από το άλλο- έχει και τα "δικά του χούγια", ας δούμε πώς γίνονταν η σφαγή των χοίρων σε ένα χωριό που τότε ανήκε στην επαρχία Μαλεβιζίου, κι από το οποίο έχει παιδικές μνήμες η γράφουσα.
Θυμάμαι λοιπόν πως το γουρουνάκι στο σπίτι του χωριού δεν το συναντούσα μόνο στις Χριστουγεννιάτικες διακοπές που πήγαινα, αλλά και όλο τον προηγούμενο χρόνο και μάλιστα ήταν ένα από τα ζωντανά περιωπής, τόσο το πρόσεχαν, το φρόντιζαν και το καλοτάιζαν!
Επομένως πως να φανταστώ η έρμη πως οι θείοι και οι γείτονες που κατέφταναν στο σπίτι την καθορισμένη μέρα, με τον πιο δυνατό απ΄ όλους να κρατά το μαχαίρι, θα έκαναν αυτό το γουρουνάκι το πεντανόστιμο μεζέ που θα έτρωγα μετά για καιρό; Βλέπεις, εκτός του ότι εμείς είμαστε άλλα παιδιά τότε- πιο καθυστερημένα να το πω;-την επίμαχη στιγμή του καρφώματος κάποια γυναίκα φρόντιζε να μας απομακρύνει από το σημείο, κι ευτυχώς εδώ που τα λέμε γιατί έτσι δεν έχω φορτώσει τις μνήμες μου με τα απαίσια ουρλιαχτά του πονεμένου ζώου που πιθανόν τότε και να μην με πολυενδιέφεραν, αφού αμέσως μετά γινόταν χαμός ανάμεσα στην πιτσιρικαρία για το ποιος θα είναι ο τυχερός που θα του δώσουν τη φούσκα, την ουροδόχο κύστη του χοίρου δηλαδή, για να την κάνει μπάλα και να παίζει.
Αμέσως μετά ο ίδιος άντρας που το έσφαξε με την πρώτη μαχαιριά, γιατί αλίμονο του αν χρειάζονταν και δεύτερη, το έγδερνε κιόλας, το τεμάχιζε, και στη συνέχεια το κρέας πήγαινε στα χέρια των γυναικών. Ήταν η σειρά τους πια να το αναλάβουν για να αρχίσουν να γεμίζουν τις επόμενες ημέρες τα λουκάνικα, που κατόπιν τα κρεμούσαν στο τζάκι και σου έσπαγαν τη μύτη από την περίφημη μυρωδιά τους:
Να φτιάχνουν τα απάκια, το καπνιστό κρέας σαν να λέμε σήμερα.
Να φτιάχνουν την τσιλαδιά από το κεφάλι και τα ποδαράκια του γουρουνιού.
Να φτιάχνουν ομαθιές, τα έντερα του
χοίρου γεμισμένα με ρύζι, σταφίδες και κομματάκια συκώτι δηλαδή,
τσιγαρίδες, κομμάτια μαγειρεμένου λίπους με μπαχαρικά, να φτιάχνουν σύγλινα.
Και τι δεν έφτιαχναν…
Κι όλα όσα έφτιαχναν είχαν μια γεύση που πουθενά αλλού δεν την έχω βρει έκτοτε όσο κι αν την αναζήτησα, πουθενά αλλού πλην μόνο μέσα στις αναμνήσεις μου και σε στιγμές όπως αυτήν εδώ που τις καταγράφω….
Κάποιες πληροφορίες από agonaskritis.gr
Πηγή: maleviziotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου