Η αντρική ενδυμασία της Καππαδοκίας
Η ανδρική ενδυμασία εντάσσεται σε πιο σταθερό τύπο που απαντούσε στην ευρύτερη περιοχή της Καππαδοκίας. Ειδικότερα, πέρα από διαφοροποιήσεις κυρίως στα υφάσματα λόγω της τοπικής οικοτεχνίας και των επαγγελματικών ιδιαιτεροτήτων, η ανδρική ενδυμασία ως τα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούνταν από:
Εσώρουχο
(βρατσίε).
Πουκάμισο (μέτ’,
ιμάτ’).
Παντελόνι
(σαλβάρ, κιατιπιγές, πιο φαρδύ από παντελόνι και πιο στενό από σαλβάρι, που
φοριόταν στη μεταβατική φάση της ανδρικής ενδυμασίας, τέλη 19ου αιώνα).
Γιλέκο (ισλίτς).
Ζωνάρι (κεμέρ και
σιλαχλούλ).
Σακκάκι (σάλτα).
Επενδύτη: γούνα,
κάπα, γιαμψί (<τουρκ. yampsí>), ριχτό, αμάνικο, με επένδυση φλόκων εξωτερικά πάνω από ένα στρώμα
κετσέ. Συνηθιζόταν σε ρωσικούς πληθυσμούς και κάποτε τον δανείζονταν και οι
Μιστιώτες που ταξίδευαν σε αυτές τις περιοχές.
Από αριστερά Αναστάσιος Καραγκιόζης, Συμεωνίδης Ανδρέας, Ασλανίδης Λεωνίδας, απόγονοι των οικογενειών που ίδρυσαν το Ταστσί, το 1833.
Φωτογραφία: diasporic.org
Στις γαμήλιες και γιορτινές φορεσιές χρησιμοποιούνταν κοσμήματα, κυρίως φλουριά. Το στήθος ανδρών και γυναικών κοσμούσαν σειρές από νομίσματα ραμμένα σε τσόχα (γκιζντανούχι σε Νίγδη και Μιστί) ή περασμένων σε αλυσίδα (γκιλντίν), ενώ το ζωνάρι των γυναικών έκλεινε με περίτεχνη πόρπη (μπασκουσαγούδια).
Οι ανάγκες για
υπόδεση καλύπτονταν από την τοπική παραγωγή τσαρουχιών ή με κάλτσες (μπεέρτσια
στο Τσαρικλί, σαπούχια σε Τσαρικλί και Μιστί, ποδόρτια στη Σινασό, τσουράπια)
που έπλεκαν οι γυναίκες. Μόνο μέσα στο 19ο αιώνα γενικεύτηκε η χρήση των πατίν
καλόσ’, πιθανότατα κατά μουσουλμανική επίδραση. Γιορτινά παπούτσια ήταν οι
δερμάτινες κοντούρες ή τα καλίκια, που κατασκεύαζαν οι υποδηματοποιοί στα
μεγάλα εμπορικά κέντρα.
Η κοινωνική
λειτουργία του ενδύματος
Το ένδυμα εξέφραζε κοινωνικά χαρακτηριστικά του ανδρικού και του γυναικείου φύλου των χριστιανικών, ελληνόφωνων μα και τουρκόφωνων πληθυσμών της Καππαδοκίας και παράλληλα συνδεόταν με την κοινωνική συγκρότηση.
Μεταξύ
χριστιανικών κοινοτήτων παρατηρούνταν συμπεριφορές άρρητης, μα σχεδόν
απαράβατης ενδογαμίας, ακόμη και σε επίπεδο χωριών. Είχαν διαμορφωθεί τοπικά
ενδυματολογικά στοιχεία, που χωρίς να διαταράσσουν τον προαναφερθέντα γενικό
τύπο, λειτουργούσαν ως μορφικές παραλλαγές και συνιστούσαν «διάλεκτο» μεταξύ
των κατοίκων της ίδιας κοινότητας. Η υπακοή σε παγιωμένους τοπικούς
παραδειγματικούς ενδυματολογικούς τύπους ήταν απαραίτητη για την κοινωνική
αποδοχή στην Καππαδοκία. Το ζωνάρι σε άνδρες και γυναίκες μετά τα δώδεκα
χρόνια, τα λιγότερα πλεξούδια στις γυναίκες προχωρημένης ηλικίας, η αποφυγή του
κόκκινου, μπλε σκούρου και μαύρου χρώματος στα καθημερινά ενδύματα ήταν
κάποιες βασικές επιταγές του καππαδοκικού ενδυματολογικού κώδικα, κοινές στα
περισσότερα κατά τόπους ιδιώματα. Κάθε χρωματική λεπτομέρεια ή κάθε ποσοτικός
εμπλουτισμός είχε ένα έντονο σημαντικό φορτίο. Για παράδειγμα, οι νιόνυφες στο
χορό του Αγίου Βασιλείου φορούσαν ανοιχτόχρωμα και πλουμισμένα μαντίλια, τα
τιβάχ, ενώ οι από χρόνια παντρεμένες απλούστερα.
https://karamanlidika.gr/oi-foresies-ths-kappadokias/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου