Eπαγγέλματα που χάθηκαν στο χρόνο
Ο μπακάλης
Για περίπου 30 χρόνια, από την λήξη του Β Παγκοσμίου
Πολέμου, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του `70, τη ραχοκοκαλιά του λιανικού
εμπορίου, αποτελούσαν αποκλειστικά τα οικογενειακά παντοπωλεία και τα μπακάλικα
της γειτονιάς. Περίπου 32.000 μικρά καταστήματα καταγράφονται διάσπαρτα στην
επικράτεια της χώρας το 1977, τα οποία εμπορεύονταν τρόφιμα (εκτός από κρέατα
& ψάρια), μη αλκοολούχα ποτά και είδη οικιακής χρήσεως ενώ σε ορισμένες
περιπτώσεις συνοδεύονταν και από κάποιο καφενείο ή μια ταβέρνα.
Ο παγωτατζής
Ο παγωτατζής με το άσπρο καπελάκι και την άσπρη ποδιά
του ήταν γραφικός, ευχάριστος και ο πιο αγαπημένος πλανόδιος μικροπωλητής για
τα παιδιά. Την πρώτη εμφάνισή του την έκανε την Άνοιξη, τις μέρες του Πάσχα και
σταματούσε το φθινόπωρο με την εμφάνιση των καστανάδων, αν και οι περισσότεροι
από αυτούς ήταν οι ίδιοι, διότι έκαναν παράλληλα και δεύτερο εποχιακό
επάγγελμα. Το παλιό καροτσάκι του παγωτατζή ήταν σωστό κομψοτέχνημα, με το
ωραίο σκέπαστρο, τις παραστατικές ζωγραφιές και τα διάφορα σχέδια που κοσμούσαν
τις πλευρές του. Με το τρίτροχο ποδήλατο ή το μηχανοκίνητο καροτσάκι έκανε την
εμφάνισή του και διαλαλούσε το παγωτό του όπου σύχναζε πολύς κόσμος.
Ο τσαγκάρης
Ο τσαγκάρης της δεκαετίας του 70 ήταν χωμένος σε ένα
σωρό από παπούτσια και η δουλειά του ήταν πραγματική τέχνη! Δεν υπάρχει σήμερα
γιατί τα παπούτσια μας δεν χρειάζονται … παρά μόνο καινούργια τακούνια. Τότε
όμως έκανε τα πάντα! Άνοιγε τα στενά με τα καλαπόδια του, άλλαζε χρώματα, έραβε
τα ανοιγμένα και γενικά επιδιόρθωνε τα πάντα μια και πριν πετάξουμε τα
παπούτσια μας … πάντα τα πηγαίναμε στον τσαγκάρη !!!
Ο γανωτής (καλαντζής)
Κουβαλώντας στην πλάτη του τα εργαλεία της δουλειάς, συνήθιζε
να καλεί με την τραχιά από το παίδεμα φωνή του, τις νοικοκυρές να φέρουν τα
μπακίρια τους για γάνωμα. Τα χάλκινα οικιακά σκεύη, όπως τα ταχριά, τα καζάνια,
τα κουτάλια, τα πιρούνια χρειάζονταν, συχνά πυκνά, γαλβανισμό και στίλβωμα με
κασσίτερο, ή αλλιώς γάνωμα. Όταν προέκυπτε πελατεία, ο γανωτής, έστηνε την
γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού, έλιωνε τον κασσίτερο, κι αφού καθάριζε καλά
το σκεύος, άλειφε το εσωτερικό του με σπίρτο και το έτριβε με κουρασάνι
(τριμμένο κεραμίδι). Στη συνέχεια, κράταγε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από
τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησιαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει
καλύτερα το καλάι (κασσίτερος) πάνω στο χάλκωμα. Το άπλωνε σ’ όλη την επιφάνεια
του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα και στη συνέχεια το βουτούσε σε μια
λεκάνη με κρύο νερό, που του έδινε η νοικοκυρά του σπιτιού. Το τελικό σκούπισμα
γινόταν με βαμβάκι ώστε να αποκτήσει το σκεύος την απαραίτητη γυαλάδα. Το
«γάνωμα», το οποίο επιβαλλόταν για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που
χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, προσέφερε πελατεία ολόκληρο το χρόνο.
Αν και το επάγγελμα του γανωτή ακολούθησαν πολλοί
τεχνίτες στη συνέχεια, οι πρώτοι που το εξάσκησαν ήταν οι τσιγγάνοι. Σήμερα
βέβαια τον χαλκό αντικατέστησε το ανοξείδωτο, ή και το πιο σύγχρονο κεραμικό,
οπότε η επικασσιτέρωση είναι περιττή. Τα λίγα εναπομείναντα τέτοια σκεύη, που
κληροδοτήθηκαν στις νεότερες γενιές, κρεμιούνται σε τοίχους ή κοσμούν τις
βιτρίνες, κυρίως εξοχικών κατοικιών
Η μοδίστρα
Tο επάγγελμα της μοδίστρας που ερχόταν στο σπίτι για να μας «ράψει» μπορεί
να χάθηκε στο χρόνο αλλά έχει αφήσει αναμνήσεις που συμπληρώνουν τα παιδικά μας
χρόνια... Ερχόταν για να ράψει τα βαριά ή τα καλά μας ρούχα για τις
γιορτές και απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να …πιάνουν τα χέρια της...
Ο γαλατάς
Στη δεκαετία του 1950 οι τελευταίοι πλανόδιοι γαλατάδες που διαλαλούσαν το
εμπόρευμά τους με τη λέξη «γαλατάς!» ή μόνο την κατάληξη «τας!», μετέφεραν το
γάλα σε μεταλλικά κυλινδρικά δοχεία και το μοίραζαν στις γειτονιές χύμα σε
οκάδες ή δράμια. Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 η διάθεση του γάλακτος άρχισε
να γίνεται σε γυάλινες φιάλες κάθε πρωί στις διάφορες γειτονιές με διάφορα
μέσα, ποδήλατα ή τρίκυκλες μοτοσικλέτες, όπως συνεχίζεται σήμερα η διάθεση των
φιαλών γκαζιού. Όμως μετά από μια σειρά αγορανομικών διατάξεων στη δεκαετία του
1970 απαγορεύθηκε και ο τρόπος αυτός της πλανόδιας διάθεσης, προκειμένου να
διασφαλισθεί περισσότερο η ποιότητα και η υγειονομική ασφάλεια των προς διάθεση
γαλακτοκομικών προϊόντων, με περιορισμό τόσο στο χρόνο της διάθεσης,
(ημερομηνία λήξης), όσο και από συγκεκριμένα μόνο καταστήματα που είναι
εφοδιασμένα με κατάλληλα ψυκτικά μέσα.
Ο αγωγιάτης
Οι
αγωγιάτες, που επονομάζονταν και “κιρατζήδες”, είναι οι “πρόδρομοι” των
αυτοκινητιστών. Μετέφεραν τα εμπορεύματα ή διακινούσαν τους ταξιδιώτες με άλογα
και συχνότερα με μουλάρια. Λόγω των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η
μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο
κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς μέχρι τη δεκαετία του 1930 και σε μερικές περιοχές
μέχρι τη δεκαετία του 1950.
Ο βαρελάς
Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. Οι αποθήκες παλιά ήταν γεμάτες με βαρέλια κλπ.
Ο γυρολόγος (Πραματευτής)
Οι έμποροι αυτοί μετέφεραν το εμπόρευμά τους στους ώμους ή πάνω στο υποζύγιο που τους συνόδευε. Οι χαλβατζήδες που έφτιαχναν το χαλβά και οι σαλεπιτζήδες που έβραζαν και πουλούσαν το ζεστό σαλέπι, ήταν χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της πρώτης κατηγορίας. Αντίθετα οι γαλατάδες, οι πλανόδιοι υφασματέμποροι (ή “μπασματζήδες”) που εφοδίαζαν τα χωριά της αγροτικής περιφέρειας, οι “μπαχτσαβάνηδες”, που καλλιεργούσαν και πουλούσαν τα λαχανοπωρικά, καθώς και άλλοι πλανόδιοι έμποροι, μετέφεραν τα προϊόντα τους με το γαϊδουράκι, που έφερε το φορτίο του μέσα σε ειδικά κοφίνια.
Οι “μπαχτσαβάνηδες” που ονομάζονταν και “περιβολάρηδες” καλλιεργούσαν τα οπωρολαχανικά τους στα περιβόλια τους και τα διέθεταν στους εμπορομανάβηδες, ή τα πουλούσαν μόνοι τους στις συνοικίες.
Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. Οι αποθήκες παλιά ήταν γεμάτες με βαρέλια κλπ.
Ο γυρολόγος (Πραματευτής)
Οι έμποροι αυτοί μετέφεραν το εμπόρευμά τους στους ώμους ή πάνω στο υποζύγιο που τους συνόδευε. Οι χαλβατζήδες που έφτιαχναν το χαλβά και οι σαλεπιτζήδες που έβραζαν και πουλούσαν το ζεστό σαλέπι, ήταν χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της πρώτης κατηγορίας. Αντίθετα οι γαλατάδες, οι πλανόδιοι υφασματέμποροι (ή “μπασματζήδες”) που εφοδίαζαν τα χωριά της αγροτικής περιφέρειας, οι “μπαχτσαβάνηδες”, που καλλιεργούσαν και πουλούσαν τα λαχανοπωρικά, καθώς και άλλοι πλανόδιοι έμποροι, μετέφεραν τα προϊόντα τους με το γαϊδουράκι, που έφερε το φορτίο του μέσα σε ειδικά κοφίνια.
Οι “μπαχτσαβάνηδες” που ονομάζονταν και “περιβολάρηδες” καλλιεργούσαν τα οπωρολαχανικά τους στα περιβόλια τους και τα διέθεταν στους εμπορομανάβηδες, ή τα πουλούσαν μόνοι τους στις συνοικίες.
Ο ζευγάς
Οι ζευγάδες αναλάμβαναν το όργωμα, τη σπορά και τη συγκομιδή των χωραφιών. Οι ζευγάδες όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν δύο βόδια ή μουλάρια (τα “ζευγαρόβοδα”). Κάποιες φορές οι ίδιοι, εκτός από τα δικά τους χωράφια, όργωναν κι έσπερναν και τα χωράφια άλλων κατοίκων και αμείβονταν επιπλέον, επειδή διέθεταν την τέχνη τους αλλά και τη “συρμαγιά” (δηλαδή τα βόδια και το αλέτρι). Σήμερα ο ζευγάς έχει εξαφανιστεί, αφού το όποιο όργωμα γίνεται πια με μηχανικά μέσα.
Οι ζευγάδες αναλάμβαναν το όργωμα, τη σπορά και τη συγκομιδή των χωραφιών. Οι ζευγάδες όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν δύο βόδια ή μουλάρια (τα “ζευγαρόβοδα”). Κάποιες φορές οι ίδιοι, εκτός από τα δικά τους χωράφια, όργωναν κι έσπερναν και τα χωράφια άλλων κατοίκων και αμείβονταν επιπλέον, επειδή διέθεταν την τέχνη τους αλλά και τη “συρμαγιά” (δηλαδή τα βόδια και το αλέτρι). Σήμερα ο ζευγάς έχει εξαφανιστεί, αφού το όποιο όργωμα γίνεται πια με μηχανικά μέσα.
Ο καλαθοποιός
Σε περιοχές που αφθονούσαν οι λυγαριές, οι μυρτιές, οι σφάκες (πικροδάφνες) και τα καλάμια, ευδοκίμησε και το επάγγελμα του καλαθοποιού. Από τις μυρτιές και κυρίως από τις λυγαριές οι καλαθοποιοί αποσπούσαν μακριές βίτσες με το τσερτσέτο (ειδικό μαχαίρι) και έκαναν τους σκελετούς για να πλέξουν με τα σχισμένα καλάμια καλάθια, κοφίνια, ψαροκόφινα και άλλα, ενώ μόνο με τις βίτσες έπλεκαν στουπιά για τυρί, κόφτες για τη μεταφορά των σταφυλιών κ.ά.
Ο καρεκλάς
Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα άγρια συνήθως δέντρα και με τη βοήθεια σχοινιών από βουρλιά ή αφράτου των ποταμών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις καρέκλες που ήταν τριών ειδών. Οι συνηθισμένες με κάθισμα και πλάτη πίσω, οι κοντούλες που δεν είχαν πλάτη και οι ραχατιλίδικες στις οποίες το ένα από τα μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδεόταν με το πίσω πόδι με πλάγιο ξύλινο μπράτσο ώστε να χρησιμεύει για να ακουμπάει αυτός που κάθεται.
Ο καφεπαντοπώλης
Στα περισσότερα χωριά της Ελλάδας, τις περισσότερες φορές ο καφετζής συνδύαζε τη λειτουργία του καφενείου του με την πώληση ειδών που δεν έβγαζε ο τόπος του, όπως καφέ, τσιγάρα, ζάχαρη, τσάι, ρύζι, μπακαλιάρο, σπίρτα, παστές σαρδέλες, φρίσες (ρέγγες), πιπερικύμινο, ταραμά, χαλβά και άλλα. Ακόμη μπορούσε να έχει πανιά, κλωστές, βελόνες, δέρματα και ίσως είδη τσαγκάρικου.
Ο λούστρος
Όταν ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου. Αυτός μ’ ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ’ ένα χαμηλό σκαμνάκι και περίμενε υπομονετικά. Για να προσελκύσει τους πελάτες γίνονταν ταχυδακτυλουργός ή χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε η “ιεροτελεστία” του βαψίματος…
Ο μυλωνάς
Αλευρόμυλοι υπήρχαν σε όλα τα χωριά , οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι, δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι. Ο μύλος ήταν συνήθως το σπίτι του μυλωνά. Κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε από το βαγένι το νερό και τον περιέστρεφε.
Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα, στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση το σιτάρι ή το καλαμπόκι συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε σκόνη. Ως αμοιβή του ο μυλωνάς κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια έπαιρνε χρήματα. Οι υδρόμυλοι έπαιρναν ως αλεστικό δικαίωμα ένα “σινίκι” (= 6 οκάδες) για την άλεση 100 οκάδων σιτηρών .
Ο νερουλάς
Στην παλιά Αθήνα που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια, ο νερουλάς αναλάμβανε την τροφοδότησή τους με νερό. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία. Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβότανε περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ. Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930, οπότε ιδρύθηκε η ΟΥΛΕΝ.
Σε περιοχές που αφθονούσαν οι λυγαριές, οι μυρτιές, οι σφάκες (πικροδάφνες) και τα καλάμια, ευδοκίμησε και το επάγγελμα του καλαθοποιού. Από τις μυρτιές και κυρίως από τις λυγαριές οι καλαθοποιοί αποσπούσαν μακριές βίτσες με το τσερτσέτο (ειδικό μαχαίρι) και έκαναν τους σκελετούς για να πλέξουν με τα σχισμένα καλάμια καλάθια, κοφίνια, ψαροκόφινα και άλλα, ενώ μόνο με τις βίτσες έπλεκαν στουπιά για τυρί, κόφτες για τη μεταφορά των σταφυλιών κ.ά.
Ο καρεκλάς
Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα άγρια συνήθως δέντρα και με τη βοήθεια σχοινιών από βουρλιά ή αφράτου των ποταμών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις καρέκλες που ήταν τριών ειδών. Οι συνηθισμένες με κάθισμα και πλάτη πίσω, οι κοντούλες που δεν είχαν πλάτη και οι ραχατιλίδικες στις οποίες το ένα από τα μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδεόταν με το πίσω πόδι με πλάγιο ξύλινο μπράτσο ώστε να χρησιμεύει για να ακουμπάει αυτός που κάθεται.
Ο καφεπαντοπώλης
Στα περισσότερα χωριά της Ελλάδας, τις περισσότερες φορές ο καφετζής συνδύαζε τη λειτουργία του καφενείου του με την πώληση ειδών που δεν έβγαζε ο τόπος του, όπως καφέ, τσιγάρα, ζάχαρη, τσάι, ρύζι, μπακαλιάρο, σπίρτα, παστές σαρδέλες, φρίσες (ρέγγες), πιπερικύμινο, ταραμά, χαλβά και άλλα. Ακόμη μπορούσε να έχει πανιά, κλωστές, βελόνες, δέρματα και ίσως είδη τσαγκάρικου.
Ο λούστρος
Όταν ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου. Αυτός μ’ ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ’ ένα χαμηλό σκαμνάκι και περίμενε υπομονετικά. Για να προσελκύσει τους πελάτες γίνονταν ταχυδακτυλουργός ή χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε η “ιεροτελεστία” του βαψίματος…
Ο μυλωνάς
Αλευρόμυλοι υπήρχαν σε όλα τα χωριά , οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι, δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι. Ο μύλος ήταν συνήθως το σπίτι του μυλωνά. Κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε από το βαγένι το νερό και τον περιέστρεφε.
Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα, στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση το σιτάρι ή το καλαμπόκι συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε σκόνη. Ως αμοιβή του ο μυλωνάς κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια έπαιρνε χρήματα. Οι υδρόμυλοι έπαιρναν ως αλεστικό δικαίωμα ένα “σινίκι” (= 6 οκάδες) για την άλεση 100 οκάδων σιτηρών .
Ο νερουλάς
Στην παλιά Αθήνα που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια, ο νερουλάς αναλάμβανε την τροφοδότησή τους με νερό. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία. Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβότανε περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ. Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930, οπότε ιδρύθηκε η ΟΥΛΕΝ.
Ο παγοπώλης
Το επάγγελμα του παγοπώλη υπήρχε ως τη δεκαετία του 1960.
Ο παγοπώλης λοιπόν ήταν αυτός που πουλούσε τον πάγο στις νοικοκυρές γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ψυγεία όπως σήμερα για να συντηρήσουν τα τρόφιμά τους.
Το επάγγελμα του παγοπώλη υπήρχε ως τη δεκαετία του 1960.
Ο παγοπώλης λοιπόν ήταν αυτός που πουλούσε τον πάγο στις νοικοκυρές γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ψυγεία όπως σήμερα για να συντηρήσουν τα τρόφιμά τους.
Πηγή: newsbomb.gr apotis4stis5.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου