...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Ίμβρος αφιέρωμα μέρος 2o : Τα χωριά και ο κοινωνικός βίος των Ιμβρίων και προυξενιά

 Ίμβρος αφιέρωμα μέρος 2o : Τα χωριά και ο κοινωνικός βίος των Ιμβρίων και προυξενιά




Τα 7 Ελληνικά χωριά της ΊΜΒΡΟΥ έτσι όπως τα βλέπουμε και στο χάρτη είναι:


-Γλυκύ

-Κάστρο

-Ευλάμπιο

-Παναγία

-Άγιοι Θεόδωροι

-Αγρίδια

-Σχοινούδι


Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΙΜΒΡΙΩΝ

Η ζωή στην Ίμβρο, ένα αμιγώς ελληνικό νησί στο βορειανατολικό Αιγαίο, ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τη φύση και τη θρησκεία. Ο κύκλος των εποχών εμπλουτισμένος με το ετήσιο εορτολόγιο, διανθιζόταν από ήθη, παραδόσεις, δραστηριότητες και έθιμα άμεσα συνδεδεμένα με τον τόπο και τη μακραίωνη ιστορία του, αλλά και με τις τρέχουσες ανάγκες των ανθρώπων για επιβίωση, επικοινωνία, έκφραση και ψυχαγωγία, στο πλαίσιο πάντα του προστατευτικού ιστού της

κοινότητας. Η ποικιλία και η ευρηματικότητά τους είναι αξιοθαύμαστη, όπως και ο πλούτος τους σε πληροφορίες για την καθημερινή ζωή, την οικιακή οικονομία, τις ανθρώπινες σχέσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε χωριού. Χάρη σε μερικούς φωτισμένους και ιδιαίτερα προικισμένους ανθρώπους, όπως οι ιεράρχες και Διδάσκαλοι του Γένους Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός ο Ίμβριος (1772-1851), Νικηφόρος Γλυκάς ο Ίμβριος (1819-1896) και Μελίτων Χατζής (1913-1989), ο καθηγητής γλωσσολογίας Νικόλαος Ανδριώτης (1906-

1976), οι δάσκαλοι Αλέξανδρος Ζαφειριάδης (1888-1956) και Κώστας Ξεινός (1913-1987), ο ζωγράφος Νίκος Παλαιόπουλος (1908-2010) και άλλοι, διασώθηκαν ενδιαφέρουσες όψεις και εκφράσεις της πολιτισμικής ταυτότητας του νησιού και των ανθρώπων του. Σε αυτές συγκαταλέγονται η λαϊκή αρχιτεκτονική, οι τοπικές ενδυμασίες, το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, οι μύθοι και θρύλοι, οι παραδόσεις, παροιμίες, προλήψεις και δοξασίες, τα παραμύθια, γνωμικά και αινίγματα, οι εκδοτικές δραστηριότητες, τα έθιμα της γέννησης, του γάμου και του θανάτου, τα εορταστικά ήθη και έθιμα, η μουσική, τα τραγούδια και οι χοροί, τα παιδικά παιχνίδια, οι λαϊκές τέχνες και τα παραδοσιακά επαγγέλματα, κ.ά..


Α) Προυξενιά

Στην Ίμβρο, όπως και σ’ άλλα πολλά μέρη, ο νέος κάνει πρόταση γάμου στην κοπέλα που θέλει να πάρει για γυναίκα του. Συνήθως δηλαδή η οικογένεια του νέου κάνει, με τη μεσολάβηση συγγενικού ή φιλικού προσώπου, πρόταση γάμου στους οικείους της νύφης. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να συμβεί και το αντίθετο, η πρόταση να γίνει από το μέρος της κοπέλας. Αυτό συνήθως γίνεται, όταν οι δύο νέοι συνδέονται μεταξύ τους αισθηματικά από πρωτύτερα. Τόσο στη μία, όσο και στην άλλη περίπτωση το πρόσωπο που μεσολαβεί μπορεί να είναι άντρας («προυξιν’τής»), μπορεί και γυναίκα («προυξινήτρα»), πράγμα που συνηθίζεται πιο πολύ. Όπως και να έχουν τα πράγματα, ο λεπτός ρόλος του μεσολαβητή, καθώς και παραπάνω έγινε λόγος, ανατίθεται σ’ ένα συγγενικό ή φιλικό των ενδιαφερομένων πρόσωπο και οπωσδήποτε σε πρόσωπο ηλικιωμένο και προικισμένο με ειδικές για την περίπτωση ικανότητες. Αφού ο προξενητής συζητήσει με τους ενδιαφερομένους το θέμα της προξενιάς και πάρει τις σχετικές οδηγίες, επισκέπτεται την οικογένεια της κοπέλας (εφόσον η πρόταση γίνεται από το μέρος του γαμπρού), συζητούν στην αρχή διάφορα θέματα άσχετα με το θέμα της προξενιάς και κατόπιν— ο προξενητής— με κατάλληλο τρόπο φέρνει το θέμα στη συζήτηση. Συνήθως κάνει την αρχή με την εξής στερεότυπη και κατά κάποιο τρόπο εισαγωγική φράση: «Συζητήσαμ’ για πουλλά πράματα, αλλά ιγώ ήρθα για άλλ’ δ’λειά». Και στη συνέχεια κάνει την πρόταση. Στο σημείο αυτό, μόλις δηλαδή κάμει την πρόταση, συνηθίζει να λέει την εξής παροιμιώδη φράση: «βάλι σκούπα και φαράσ’, η προυξινιά να μη χαλάσ’». Πιστεύουν δηλαδή ότι η σκούπα και το φαράσι έχουν την ιδιότητα να απομακρύνουν το κακό. 

Αν αυτοί στους οποίους γίνεται η πρόταση δεν την αποδέχονται, δε συμφωνούν δηλαδή για έναν οποιονδήποτε λόγο, συνήθως απαντούν ως εξής: «Σας ιφκαριστούμι κι’ απά’ (επάνω) στου κιφάλ’ μας σας έχουμ’. Ιμείς θα μ’λήξουμ’ κι πάλι θα σας πούμι» (Σας ευχαριστούμε και σας προτιμούμε με το παραπάνω, σας βάζουμε πάνω από το κεφάλι μας. Θα συζητήσουμε και θα σας απαντήσουμε). Βλέπουμε δηλαδή ότι κι’ όταν ακόμη δε συμφωνούν από την πρώτη στιγμή, δε δίνουν αμέσως την απάντηση. Ύστερα από μία δύο μέρες ο προξενητής ξαναρωτάει κάποιον από την οικογένεια στην οποία έκαμε την πρόταση και τότε δίνεται η απάντηση απευθείας και χωρίς περιστροφές, μολονότι και πάλι αρνητική : «Δεν ήνταν τυχηρό να γίν’», συνηθίζουν να λένε και συνάμα προβάλλουν κάποια δικαιολογία. Εννοείται, βέβαια, ότι σ’ αυτήν την περίπτωση ο προξενητής ποτέ δεν πηγαίνει επίσημα στο σπίτι τους. Φροντίζει να συναντήσει κάποιον ανεπίσημα, δήθεν τυχαίως (στο δρόμο, στη βρύση κτλ.). Και, φυσικά, φέρνει το θέμα στη συζήτηση με τρόπο, αφού η απάντηση είναι από πρωτύτερα γνωστή (αρνητική). Όταν ύστερα απ’ αυτά επιστρέψει ο προξενητής και ανακοινώσει στους ενδιαφερομένους την αρνητική απάντηση, το αρνητικό δηλαδή αποτέλεσμα του μεσολαβητικού του έργου, συνηθίζουν να του λένε: «άιντι σι μ’τζουρώσαν, σι πιράσαν ντ’ πιρουστιά». Πραγματικά, συνηθίζουν στις περιπτώσεις αυτές «ντου προυξιν’τή να ντου μ’τζουρών’». Όταν δηλαδή επιστρέψει και ανακοινώσει το αρνητικό αποτέλεσμα, αυτοί που τον έστειλαν να κάμει την πρόταση, προσπαθούν χωρίς να τους αντιληφθεί να του κάμουν στο πρόσωπο ένα σημάδι με «μ’τζούρα» (μαυράδα) από ένα μαυρισμένο τηγάνι, τέντζερη κτλ. («άμα δε μπουρέσ’ κανές να κάν’ ντή μπρουξινιά κι ντου καταφέρ’, ντου μ’τζουρών’. Κι’ άμα δουν κανένα μ’ζτουρουμένου ντου λεν’ : προξινιά έκαμις κι’ είσι μ’τζουρουμένους;»). Για τον άμεσα, πάλι, ενδιαφερόμενο πρόσωπο (νέο ή κοπέλα), που κάνει την πρόταση, συνηθίζουν να λένε πειραχτικά: (π.χ.) «η Γιώργους έφαγι ντή χ’λόπ’τα».

 Σχετικό είναι και το παρακάτω πειραχτικό δίστιχο: Έφαγις ντή χ’λόπ’τα μι ξύλινον κουτάλ’κι λάβι την υπουμουνή, όπους τη λάβαν κ’ άλλ’. Σχετική επίσης είναι και η εξής παροιμιώδης φράση: «Καλουφάγουτ’ η χ’λόπ’τα», που λέγεται κι’ αυτή σε τέτοιες περιπτώσεις. Συμβαίνει επίσης πολλές φορές ένας νέος να κάμει πρόταση γάμου σε μια κοπέλα και όχι μόνο να μη γίνει δεκτή, αλλά ύστερα από λίγο καιρό η κοπέλα αυτή να αρραβωνιαστεί και στη συνέχεια να παντρευτεί με κάποιον άλλο. Τότε, όσοι θέλουν να πειράξουν τον «αποτυχόντα» (συνήθως φίλοι και συνομήλικοί του) τη μέρα που παντρεύεται η κοπέλα, παίρνουν μερικά κέρατα από τα σφαχτά του γάμου και τα κρεμούν στο μάνταλο (σύρτη) της πόρτας του σπιτιού του. Το ίδιο κάνουν και για μια κοπέλα στην περίπτωση που θα αποτύχει η πρόταση γάμου προς ένα νέο. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, είτε δηλαδή η κοπέλα απορρίψει την πρόταση είτε ο νέος, επηρεάζονται, όπως είναι φυσικό, οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο οικογένειες. Πολλές φορές μάλιστα σε βαθμό που να ψυχραθούν. 

Ο προξενητής, εξάλλου, στην περίπτωση που θα απορρίψουν την πρόταση, για να δείξει ότι δεν πρόκειται απ’ αυτό να στεναχωρηθεί ούτε ο ίδιος ούτε αυτοί για λογαριασμό των οποίων έκαμε την πρόταση, συνήθως λέει την εξής παροιμιώδη φράση: «αρνί κιφάλ’, άλλου στου πουδάρ’», που σημαίνει: (Αν πάρουμε το κεφάλι ενός αρνιού, αν σφάξουμε ένα αρνί, μπορούμε να το αντικαταστήσουμε με άλλο). Δεν πάει να πει δηλαδή ότι αυτό ήταν και δεν μπορούμε να βρούμε άλλο. Τέλος, συνηθίζουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις να λένε και τις εξής φράσεις: «άμα δε θέλ’τς ισύ, άλλους θα νέρθ’» και: «σκαμνιού πουδάρ’ λυγίτικου, άλλου κυπαρισσίτικου», που σημαίνει: (Αν έσπασε το πόδι ενός σκαμνιού καμωμένου από λυγαριά (λυγιά = λυγαριά), μπορούμε στη θέση του να βάλουμε άλλο και μάλιστα από κυπαρίσσι, δηλαδή πολύ καλύτερο). Όλες αυτές οι παροιμιώδεις φράσεις και προπάντων η πρώτη και η τρίτη με την αλληγορική τους σημασία κρύβουν ασφαλώς πολύ εγωισμό και λέγονται για να μετριάσουν την προσβολή από την απόρριψη της πρότασης. Αν αυτοί στους οποίους γίνεται η πρόταση συμφωνούν από την πρώτη στιγμή, συνήθως απαντούν στον προξενητή ως εξής: «ίς Αλάχ, Θιός να δώσ’ να μη χαλάσ’. Άμα είνι τυχηρό, θα γίν’ κι’ άμα δεν είνι, θα χαλάσ’. Αλλά ιδώ απ’ τα είπαμ’ όσα είπαμ’, ιδώ να μείν’». Και συνήθως προσθέτουν: «ισείς άμα θέλτι ένα, ιμείς θέλουμ’ δέκα». Λένε δε όλα τα παραπάνω από τη μια για να δείξουν, ότι συμφωνούν πάνω στην πρόταση που τους έγινε κι’ από την άλλη για να αποτρέψουν κάθε κακή ενέργεια τρίτου προσώπου, που είναι δυνατό καμιά φορά να δυσαρεστηθεί από το συνοικέσιο αυτό και να θελήσει να το διαλύσει. Γι’ αυτό και φροντίζουν τις πρώτες μέρες, ώσπου να επισημοποιηθεί, να το κρατήσουν μυστικό. Υπάρχει πάντα φόβος να μπει κάποιος στη μέση και να χαλάσει την προξενιά. 

Πολλές φορές, πάλι, συμβαίνει να συμφωνούν οι πιο πολλοί από τους οικείους των μελλονύμφων, καθώς και οι ίδιοι οι μελλόνυμφοι, να διαφωνεί όμως ο πατέρας του κοριτσιού ή του νέου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η προξενιά συνήθως πετυχαίνει. Γι’ αυτό και συνηθίζουν να λένε: «σα θέλ’ η νύφη κι’ η γαμπρός, τύφλα να ‘χ’ η πιθιρός», φράση γνωστή κι’ απ’ άλλα μέρη της πατρίδας μας. Από την ώρα που οι δυο πλευρές θα συμφωνήσουν μεταξύ τους, μπορούν οι μελλόνυμφοι να κυκλοφορούν μαζί, συνοδευόμενοι πάντοτε απαραίτητα από ένα αγοράκι ή κοριτσάκι του συγγενικού τους περιβάλλοντος. Αν, λοιπόν, ο προξενητής κάμει την πρόταση και γίνει δεκτή, ακολουθεί συζήτηση σε γενικές γραμμές για την προίκα. Γιατί, μολονότι οι λεπτομέρειες γι’ αυτό το θέμα θα συζητηθούν από τους γονείς των μελλονύμφων σε ειδική συνάντηση, συνηθίζεται να γίνεται λόγος και κατά την πρώτη αυτή επίσκεψη του προξενητή κι προπάντων όταν το στέλνει η οικογένεια της κοπέλας που διαθέτει μεγάλη προίκα. Σ’ αυτές μάλιστα τις περιπτώσεις ο προξενητής προσπαθεί με κάθε τρόπο ιδιαίτερα να τονίσει το τι διαθέτει για προίκα η υποψήφια νύφη, για να τους επηρεάσει με τα «τάματα» και να αποδεχτούν την πρόταση. Όπως και να έχουν τα πράγματα, αν η πρόταση γίνει αποδεκτή, ύστερα από μερικές μέρες συναντιούνται οι γονείς των μελλονύμφων, οι συμπέθεροι «του ζ’μπιθιρουλόϊ»_-συνήθως στο σπίτι της κοπέλας - και συζητούν με κάθε λεπτομέρεια για τα «τάματα», για το τι δηλαδή θα τάξουν, θα υποσχεθούν να δώσουν οι γονείς της κοπέλας στους μελλονύμφους. 

Επειδή δε πολλές φορές τα «τάματα» είναι πολύ δελεαστικά και επειδή όχι λίγες φορές παντρεύονται κοπέλες πολύ άσχημες μόνο και μόνο γιατί διαθέτουν μεγάλη προίκα, συνηθίζουν στις περιπτώσεις αυτές να λένε την εξής παροιμιώδη φράση: «οι προίκις κι τα τάματα παντρεύουν τα φαντάματα» (δηλ. οι μεγάλες προίκες και οι πολλές υποσχέσεις παντρεύουν και τις πολύ άσχημες ακόμη κοπέλες). Τη φράση αυτή συνηθίζουν να τη λένε οι οικείοι μιας κοπέλας, που έκαμε πρόταση γάμου σ’ ένα νέο κι’ εκείνος την απέρριψε, επειδή η υποψήφια δε διέθετε αξιόλογη προίκα. Μ’ αυτόν τον τρόπο μετριάζουν κατά κάποιο τρόπο την προσβολή από την απόρριψη της προτάσεως, αφού, σύμφωνα με τη φράση, η απόρριψη οφείλεται όχι σε λόγους ηθικής, τιμής, ομορφιάς, αλλά στο ότι η υποψήφια δε διέθετε μεγάλη προίκα, πράγμα δηλαδή δευτερεύον, χωρίς ιδιαίτερη σημασία, χωρίς ηθικό βάρος. Συνηθίζουν επίσης να λένε πολύ αυτή η φράση συγγενικά πρόσωπα — κυρίως η μάνα — μιας κοπέλας, που μολονότι είναι όμορφη, δεν μπορεί να παντρευτεί, γιατί δε διαθέτει προίκα, ενώ αντίθετα άλλες παντρεύονται μολονότι πολύ άσχημες.

Η κατάλληλη για γάμο ηλικία…

Οι νέοι στην Ίμβρο παντρεύονται συνήθως από τα 22 ως τα 25 χρόνια. Είναι όμως δυνατό να παντρευτούν και σε μεγαλύτερη ηλικία, σπάνια όμως πριν από τα 22 χρόνια. Οι κοπέλες σε σύγκριση με τους άντρες παντρεύονται κατά κανόνα σε μικρότερη ηλικία συνήθως αφού συμπληρώσουν τα 17 τους χρόνια. Επειδή, όταν περάσει κάπως η ηλικία μιας κοπέλας, δύσκολα μπορεί να παντρευτεί, στις διάφορες γιορτές και προπάντων το Πάσχα οι κάπως περασμένες στην ηλικία φροντίζουν να περιποιηθούν πιο πολύ τον εαυτό τους, ώστε να ξεγελάσουν κανένα νέο. Ο λαός όμως με το θυμόσοφο πνεύμα που το διακρίνει αποτρέπει τους νέους να διαλέγουν «νύφες» κατά το Πάσχα, και, φυσικά, και κατά τις άλλες μεγάλες γιορτές με το εξής παραινετικό δίστιχο: «Ντού Μα’ λουγου μη λιμπιστείς κι τη Λαμπρή γυναίκα κι’ αν είνι ικατό χρουνώ, σι λέν’ πώς είνι δέκα». (Το Μάιο άλογο μη λιμπιστείς, μη ποθήσεις). Γιατί, όπως εύκολα μπορείς να γελαστείς το Μάιο στην εκτίμηση της ηλικίας ενός αλόγου, αφού, όπως είναι γνωστό, την εποχή αυτή και τα πιο αδύνατα και πιο μεγάλα στην ηλικία ζώα καλοτρέφονται και φαίνονται μικρότερα και γερά, έτσι και το Πάσχα (και κάθε μεγάλη γιορτή) εύκολα μπορείς να πέσεις έξω στην εκτίμηση της ηλικίας μιας κοπέλας, αφού τέτοιες γιορτερές μέρες όλες τους στολίζονται και περιποιούνται τον εαυτό τους με το παραπάνω και οπωσδήποτε φαίνονται πολύ πιο μικρές απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα. 

 Δώρα στον προξενητή

Αν ο προξενητής κατορθώσει να φέρει σε πέρας την αποστολή του, συνηθίζουν να του δίνουν δώρα. Η νύφη δίνει δώρο στον προξενητή, είτε από το μέρος της γίνεται η πρόταση είτε από το μέρος του γαμπρού. Οπωσδήποτε όμως η ηθική αυτή υποχρέωση είναι μεγαλύτερη, όταν η πρόταση γίνεται από το μέρος της. Ο γαμπρός στέλνει δώρο στον προξενητή, όταν η πρόταση γίνεται απ’ αυτόν. Όταν όμως την πρόταση την κάνει η κοπέλα, μπορεί να κάμει μπορεί και να μην κάνει δώρο. Τα δώρα και στη μια και στην άλλη περίπτωση, είτε δηλαδή προέρχονται από το γαμπρό είτε από τη νύφη, είναι συνήθως ίδια: Ένα κουστούμι, ένα υποκάμισο ή κάτι παρόμοιο, όταν ό προξενητής είναι άντρας, ένα φουστάνι, ένα ζευγάρι παντόφλες ή κάτι παρόμοιο, όταν ο προξενητής είναι γυναίκα. Οπωσδήποτε δηλαδή κάτι που να φοριέται (ενδύματα ή υποδήματα). 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου