Γιατί «η Έλλη θέλει σκότωμα»; Η αληθινή ιστορία πίσω από το ομώνυμο Σμυρναίικο παραδοσιακό τραγούδι
«Η Έλλη θέλει σκότωμα», λέει το παραδοσιακό τραγούδι της Σμύρνης κι εμείς θα δούμε ποιος τελικά ήταν αυτός που ήθελε σκότωμα.
Η ιστορία του τραγουδιού
Η πρώτη ηχογραφημένη έκδοση του, περίπου το 1915, έγινε από την Σμυρναϊκή Εστουδιαντίνα και φέρει το τίτλο «Έλλη – Έλλη».
Η Σμυρναϊκή Εστουδιαντίνα ήταν ένα μουσικό σχήμα στα πρότυπα της γαλλικής estudiantine (κουαρτέτο με δυο μαντολίνα, μια μάντολα και μια κιθάρα). Οι μουσικοί της Σμύρνης προσάρμοσαν το ύφος αυτού του πρότυπου ορχήστρας σε πιο ελληνικά πρότυπα μελωδιών και ρυθμών και έβαλαν στίχους. Από εκεί αναπτύχθηκε ένα καινοτόμο μουσικό κίνημα που δημιούργησε νέες μορφές στην Ελληνική μουσική μέσω της αφομοίωσης στοιχείων της Ανατολής και της Δύσης. Στους κόλπους της γεννήθηκε η οπερέτα, διαμορφώθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι, η Αθηναϊκή καντάδα και αργότερα το λαϊκό τραγούδι.
Το 1919, το τραγούδι ηχογραφήθηκε από τον Γ. Κατσαρό –
Θεολογίτη με τίτλο: «Α, κακούργα Έλλη».
Παρότι το τραγούδι είχε μεγάλη επιτυχία τη δεκαετία του 1920, στη συνέχεια
πέρασε στο περιθώριο. Το 1965 ξανα-ηχογραφήθηκε από τον Αχιλλέα Κουλιαξίδη,
χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Το 1976 το ηχογράφησε η Μαριάννα Χατζοπούλου.
Στην πραγματικότητα όμως έγινε γνωστό όταν αναβιώθηκε τη δεκαετία του 1980 από
το Κέντρο Έρευνας και Μελέτης των Ρεμπέτικων Τραγουδιών. Το 1981 το τραγούδι
ηχογράφησε η Γλυκερία και τραγουδήθηκε από διάφορες κομπανίες.
Όπως συνηθίζονταν εκείνη την εποχή, όταν οι τραγουδιστές ηχογραφούσαν, συχνά άλλαζαν και κάποιους στίχους του τραγουδιού.
«Α, κακούργα Έλλη», Γιώργος Κατσαρός, 1919
Βρε, νη ν’ Έλλη – άντε – θέλει σκότωμα με δίκοπο
μαχαίρι (με δίκοπο μαχαίρι) (δις) / γιατ’ άφησε – άντε – τον άντρα της και πήρε
κομισέρη (και πήρε κομισέρη).
Α! βρε κακούργα Έλλη, φαντάρος δεν σε θέλει / γιατί είσαι φιλημένη από τον
κομισέρη.
Βρε, νη ν’ Έλλη – άντε – τ’ απεφάσισε λεβέντισσα
να ζήσει (λεβέντισσα να ζήσει) (δις). / Βρε, και δεν τη νοιάζει – άντε – στο
ντουνιά στους δρόμους κι ας ΄πομείνει (στους δρόμους κι ας ΄πομείνει) (δις).
Αμάν, αμάνα, Έλλη ρε κανένας δε σε θέλει / γιατί είσαι φιλημένη, στη γάμπα
τσιμπημένη.
Α! βρε κακούργα Έλλη, φαντάρος δεν σε θέλει / παράτησες τον άντρα σου και πήρες
κομισέρη.
Βρε, νη ν’ Έλλη – άντε – θέλει ζάχαρη και ρούσικο βρ’
αλεύρι (και ρούσικο βρ’ αλεύρι) (δις). / Βρε, να φτιάξει – άντε – τα γλυκίσματα
να πά’ στον κομισέρη (να πά’ στον κομισέρη).
Α! βρε κακούργα Έλλη, φαντάρος δεν σε θέλει / γιατί είσαι φιλημένη από τον
κομισέρη.
Βρε, νη ν’ Έλλη – άντε- επερπάτησε στης Σμύρνης τα σοκάκια (στης Σμύρνης τα σοκάκια). / Κι οι Τούρκοι – άντε – ενομίσανε πως είναι ραμαζάνια (πως είναι ραμαζάνια).
«Α! Κακούργα Έλλη», 1919, Γιώργος Κατσαρός
https://www.youtube.com/watch?v=LXbGaZHuVn8&t=1s
«Η Έλλη», Μαρίκα Παπαγκίκα, 1920
Η Έλλη θέλει σκότωμα / θέλει καραμανιόλα (θέλει
καραμανιόλα). Γιατί άφησε τον άντρα της / και τα παιδιά της όλα (και τα παιδιά
της όλα).
Αμάν, αμάν, Έλλη / κανένας δε σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη / στα χείλη δαγκαμένη.
Η Έλλη θέλει σκότωμα / με δίκοπο μαχαίρι (με δίκοπο
μαχαίρι). / Γιατί άφησε τον άντρα της / και πήρε τον Λευτέρη (και πήρε τον
Λευτέρη).
Αμάν, αμάν, Έλλη / φαντάρος δεν σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη / στα χείλη δαγκαμένη.
Η Έλλη θέλει σκότωμα / θέλει καραμανιόλα (θέλει
καραμανιόλα). / Γιατί ποτέ δεν άκουσε / της μάνας της τα λόγια (της μάνας της
τα λόγια).
Αμάν, αμάν, Έλλη / κανένας δε σε θέλει
γιατί άφησες τον άντρα σου / και πήρες τον Λευτέρη.
Αποσπάσματα από άλλες παραλλαγές:
«Η Έλλη θέλει σκότωµα µε δίκαννη πιστόλα γιατί δεν
εσεβάστηκε τον Γιάννη τον Πρεβόλα.»
«Η Έλλη ήταν όμορφη, μαύρα ήταν τα μαλλιά της, μα αρνήθηκε τον άντρα της και
όλα τα παιδιά της»
«Η Έλλη και η Αθηνά επαίζανε μπιλιάρδο, κι η Αθηνά εκέρδισε της Έλλης τον
φαντάρο.»
«Η Έλλη θέλει ζάχαρη και χάσικο αλεύρι να κάνει τα γλυκίσματα να πάει στου Κοµισέρη
(ή «να στείλει του Λευτέρη»).
«Ανήμερα Χριστούγεννα (ή «Ανήμερα ήταν Αγιαννιού») χτυπούσαν οι καμπάνες, οι
χριστιανοί στις Εκκλησιές και η Έλλη στους αγάδες.»
«Κρίμα σε σένα Έλλη µου, κρίμα στην ομορφιά σου, ρεζίλεψες το σόι σου και όλα
τα παιδιά σου».
«Έλλη, µωρέ Έλλη, ο Γιάννης δε σε θέλει Γιατί είσαι φιλημένη».
«Έλλη, Έλλη, Έλλη, φαντάρος δε σε θέλει, εκτός αν μετανιώσεις κι ένα φιλί του
δώσεις»…
«Η Έλλη», 1920, Μαρίκα Παπαγκίκα
https://www.youtube.com/watch?v=Fu91_XPEm6k
Η αληθινή ιστορία της Έλλης
Τα παιδικά της χρόνια
Η Ελένη
Τενεκίδου γεννήθηκε στα Βουρλά της Ιωνίας, 38 χλμ. Δυτικά της
Σμύρνης, το 1886. (14 χρόνια αργότερα, το 1900, στα Βουρλά γεννήθηκε ο
τιμημένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας, Γιώργος Σεφέρης).
Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας, έχοντας έναν μεγαλύτερο αδελφό, και
χαϊδευτικά την φώναζαν με το υποκοριστικό Έλλη. Η οικογένεια Τενεκίδου
θεωρούνταν μια από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες της πόλης.
Σε ηλικία μόλις 8 μηνών, η Έλλη έχασε τον πατέρα της από ατύχημα. Λίγα χρόνια αργότερα η μητέρα της παντρεύτηκε τον Λαμπρικίδη.
Ο γάμος
Η Έλλη ήταν πολύ όμορφη κοπέλα και δεν ήταν λίγοι οι υποψήφιοι γαμπροί. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Γιάννης Περιβολάς, γόνος επίσης βουρλιώτικης οικογένειας, χωρίς αριστοκρατικό όνομα και χαμηλότερης κοινωνικής τάξης από την Έλλη, αλλά με μεγάλη περιουσία.
Η Έλλη ήταν σύμφωνη με αυτό το γάμο, γιατί ο Γιάννης
ήταν ψηλό και όμορφο παλικάρι. Όμως ο πατέρας της δε συμφωνούσε. Έτσι ο Γιάννης
έκανε αυτό που έκαναν πολύ συχνά τότε οι άντρες σε περιπτώσεις σαν τη δική του:
την έκλεψε.
Το ζευγάρι έκανε 6 παιδιά, από τα οποία έζησαν τα 5 (ο Κώστας, ο Σωτήρης, η
Ξανθή, η Αλκυόνη και η Στέλλα).
Τα δυο αγόρια, ο Κώστας και ο Σωτήρης, μαζί με τον
Νίκο Μάθεση, τον Αργύρη Τζώρτζη, τον Βαγγέλη Βετούλα και τον Μαρίνο Βογιατζή
έγιναν οι περίφημοι «Πέντε μάγκες του Περαία» (κι ας ήταν 6 τελικά!)
Έγιναν γνωστοί στο ευρύ κοινό από το περίφημο ομώνυμο άσμα του Γιοβάν Τσαούς,
με ερμηνευτή τον Αντώνη Καλυβόπουλο. (Το τραγούδι ακούστηκε αργότερα σε πολλές
ερμηνείες από τον Βασίλη Τσιτσάνη, Αγάθωνα Ιακωβίδη, Θανάση Παπακωνσταντίνου,
Μπάμπη Στόκα, κ.ά.
«Πέντε μάγκες του Περαία», Α.Καλυβόπουλος, 1936
https://www.youtube.com/watch?v=ecED5Q9gnrU&t=4s
Στην πορεία όμως τα δυο αδέλφια «ηρέμησαν». Το 1927 ξεκίνησαν να δουλεύουν ένα καφενείο που έχτισαν στο οικόπεδο που είχε δοθεί από το ελληνικό κράτος στην Έλλη ως προσφυγική αποζημίωση. Τα επόμενα χρόνια το καφενείο μετατράπηκε σε καφεζυθοπωλείο ώσπου μεταπολεμικά μετατράπηκε στην περίφημη κοσμική ταβέρνα «Περιβολά». Από το συγκεκριμένο κέντρο διασκέδασης, που λειτούργησε μέχρι το 1968, πέρασε όλη η αφρόκρεμα του ρεμπέτικου αρχικά και στη συνέχεια του λαϊκού τραγουδιού.
Επιστρέφοντας πίσω στην προπολεμική Σμύρνη, η οικογένεια ζούσε πολύ καλά, μέχρις ότου ο Γιάννης καλέστηκε να πάει στρατιώτης.
Η κακή σχέση με τους κουνιάδους
Τότε η Έλλη αναγκάστηκε να μείνει με τα παιδιά της στους κουνιάδους της. Τ’ αδέλφια του Γιάννη όμως αντιπαθούσαν την Έλλη. (Δεν έχει διευκρινιστεί ο λόγος – ίσως να τη ζήλευαν για την αριστοκρατική της τάξη).
Σταδιακά άρχισαν να της μειώνουν την χορήγηση του
μεριδίου της περιουσίας του συζύγου της, ώσπου στο τέλος το κατήργησαν τελείως.
Μάταια η Έλλη τους παρακαλούσε, αφού χωρίς χρήματα δεν μπορούσε να συντηρήσει
την οικογένεια της.
Στο τέλος κατέληξαν να στερούν από την οικογένεια του Γιάννη, ακόμη και το
φαγητό.
Μην έχοντας άλλη επιλογή, η Έλλη κατέφυγε στο δικαστήριο για να βρει το δίκιο της. Εκείνη την εποχή, δεν ήταν συνηθισμένο μια γυναίκα μόνη να προχωρά σε καταγγελία, πόσο μάλλον επειδή οι δικαστικές αρχές ήταν Τούρκοι. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο κομισέρης (Κομισέρης: Ο επιθεωρητής της αστυνομίας, ο δικαστής, ο εντεταλμένος) αθώωσε την Έλλη και υποχρέωσε τους αδελφούς Περιβολά να αποδώσουν στη νύφη τους την περιουσία που δικαιωματικά της ανήκε.
Εξοργισμένοι οι Περιβολάδες κατηγόρησαν την Έλλη ότι πέτυχε την εύνοια του Τούρκου κομισέρη επειδή έγινε ερωμένη του. Κι αυτή τη φήμη φρόντισαν να τη διαδώσουν σε ολόκληρη τη Σμύρνη, σπιλώνοντας με αυτόν τον τρόπο το όνομα της Έλλης. Η τοπική κοινωνία που, όπως πάντα, είχε μάθει να κρίνει και να βγάζει εύκολα συμπεράσματα χωρίς να ερευνά, στιγμάτισε την Έλλη ως την μοιχαλίδα που, όχι μόνο εγκατέλειψε τα παιδιά της (κάτι που δεν έγινε μέχρι τον θάνατό της), αλλά και ως την Χριστιανή που πήγε με έναν Τούρκο.
Ο διασυρμός και ο χωρισμός
Ένα ακόμη θύμα αυτού του διασυρμού ήταν και ο Γιάννης Περιβολάς που, αφού γύρισε από το στρατό, πίστεψε τα λόγια των αδελφών του. Μάταια η Έλλη προσπαθούσε να πετύχει τουλάχιστον μία συνάντηση μαζί του. Ο Γιάννης προχώρησε σε διαζύγιο, χωρίς καν να έχει αντικρίσει τη γυναίκα του μετά την επιστροφή του και χωρίς να την αφήσει να απολογηθεί.
Κάπου εκεί, λοιπόν, γράφτηκε και το τραγούδι, παρουσιάζοντας την Έλλη όπως ακριβώς την παρουσίαζαν τα αδέλφια Περιβολά.
Τα χρόνια μετά
Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον μεγάλο διωγμό του ’22, η Έλλη πήρε τα παιδιά της και διέφυγε στον Πειραιά, όπου και εγκαταστάθηκε στην Κοκκινιά.
Λίγο αργότερα, εγκαταστάθηκε στην Κοκκινιά και ο
Γιάννης Περιβολάς. Ποτέ δεν έφτιαξε τις σχέσεις του με την πρώην σύζυγο του
Έλλη, αλλά τα παιδιά του τα έβλεπε σε τακτά διαστήματα.
Ο Γιάννης Περιβολάς, αρρώστησε και πέθανε περίπου 40-45 ετών, το 1926. Λίγο
πριν πεθάνει ζήτησε από τα αδέλφια του να πάνε να φωνάξουν την Έλλη να της ζητήσει
συγνώμη. Εκείνοι όμως αρνήθηκαν να εκπληρώσουν την τελευταία του επιθυμία κι
έτσι το ζευγάρι δεν αντάμωσε ξανά. (Τουλάχιστον σε αυτόν τον κόσμο).
Η Έλλη σταδιακά άρχισε να χάνει την όρασή της, ώσπου πλέον ηλικιωμένη, τυφλώθηκε οριστικά. Πέθανε το 1969. Μέχρι και την τελευταία στιγμή, επέμενε ότι δεν απάτησε ποτέ τον σύζυγό της.
Σημείωση: οι περισσότερες πληροφορίες για την ιστορία της Έλλης έχουν βρεθεί από συνεντεύξεις της εγγονής της, Ελένης Περιβολά – Πιπίνη.
Πηγή: cognoscoteam.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου